-
1 ερυσιθριξ
См. также в других словарях:
ερυσίθριξ — ἐρυσίθριξ, τριχος, ἡ (Α) χτένι με μικρά δόντια που καθαρίζει τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρυσις «τράβηγμα, έλκυση» + θριξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ἐρυσίτριχα — ἐρυσίθριξ for drawing through the hair masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)