-
1 απαλοθριξ
См. также в других словарях:
καλλίθριξ — καλλίθριξ, τριχος (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα («καλλίτριχα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει ωραία χαίτη («καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. ως ουσ. το ποώδες φυτό ασπλήνιο το τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θριξ (<… … Dictionary of Greek
κονδόθριξ — κονδόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. απαλό θριξ, πυκνό θριξ] … Dictionary of Greek
ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται … Dictionary of Greek
μαλακόθριξ — μαλακόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει απαλό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ)] … Dictionary of Greek