-
1 κουρα
I.ион. κουρή ἥ1) стрижка(δεῖσθαι κουρᾶς Arst.)
2) фасон стрижки(τῶν τριχῶν, sc. τοῦ Διονύσου Her.; τῆς κουρᾶς τὸ γένος Θησηΐς Plut.)
3) (тж. κ. πένθιμος Eur.) срезывание волос в знак скорби, траурная стрижка4) отрезанная прядь(τριχός Aesch.)
5) срезывание, спиливание6) ( о животных) ощипывание, объедание(τροφῆς σπάσις καὴ κ. Arst.)
II.ἡ Trag. = κόρη См. κορη -
2 κούρα
-
3 κουρά
η1) стрижка овец; 2) пострижение (в монахи) -
4 κούρα
[кура] ουσ. Θ. стрижкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κούρα
-
5 κούρα
[кура] ουσ θ стрижка. -
6 κουρά μοναχή
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κουρά μοναχή
-
7 κουρη
-
8 αγακλεης
-
9 αγροτις
-
10 ανιερος
21) неосвященный(νόθος καὴ ἀ. παῖς Plat.)
2) не принесший жертвы, не очистившийся жертвоприношениями(κούρα Eur.)
3) нечестивый, безбожный(θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.)
-
11 διος
3, Eur. 2(f δῖᾰ и δίᾱ) [Ζεύς]1) зевсов(ὄμβρος Hom.; βούλευμα Aesch.; λέκτρα, βροντά Eur.)
2) божественный, блистательный, лучезарный, славный, несравненный(Λακεδαίμων, Ἀφροδίτη, Ἀχιλλεύς, Ἀχαιοί, αἰθήρ, ἅλς, ὑφορβός, ἵππος Hom.; χθών Hes.; Πυθών Pind.; αἶα Aesch.; κούρα Eur.)
-
12 Θησηις
-
13 καλλικομος
2(ῐ) прекрасноволосый -
14 καλλιοπη
-
15 κορη
эп.-ион. κούρη, Trag. тж. κόρα и κούρα, дор. κώρα ἥ1) девушка, дева(κόραι καὴ γυναῖκες Plat.)
ἐνάλιοι κόραι Arph. — морские девы, т.е. нимфы;ἁ πτερόεσσα κόρα Soph. — крылатая дева, т.е. Сфинкс2) невеста3) молодая женщина, жена(προσεῖπεν Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν, sc. Ἑλένην Eur.)
4) дочьκ. Διός Hom. = Ἀθήνη;
Λητῴα κ. Soph. = Ἄρτεμις;κ. Ἰναχείη Aesch. = Ἰώ;Γῆς τε καὴ Σκότου κόραι Soph. — дочери Земли и Мрака, т.е. Эринии5) изваяние девушки, женская статуэткаκόραι τε καὴ ἀγάλματα Plat. — женские статуэтки и (другие) изображения или ( как hendiadys) женские изваяния
6) зрачок(ὀμμάτων κόραι Eur.)
7) глаз(κόραι στάζουσι δακρύοις Eur.)
8) ( в персидской одежде) длинный и широкий рукав -
16 φυγοδεμνιος
2бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз(Διὸς κούρα, т.е. Παλλάς Anth.)
-
17 χλιδανοσφυρος
-
18 χρυσοπεπλος
-
19 απόκαρση
απόκαρση ηчинопоследование пострига, крестообразное пострижение волос монаха, принимающего постриг. В мужских монастырях совершается игуменом, в женских – епископом, см. κουρά μοναχή
См. также в других словарях:
κουρά — κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc/acc dual (attic ionic) κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κουράς painting on a ceiling fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρα — κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾷ — κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρᾳ — κούρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — η (λ. ιταλ.) 1. ιατρική περίθαλψη, δίαιτα, νοσηλεία: Κάνω κούρα. 2. ιατρική επίσκεψη: Χρωστάω στο γιατρό πέντε κούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρᾶ — κουρεύς barber masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράων — κουρά̱ων , κόρη girl fem gen pl (epic ionic aeolic) κουρά̱ων , κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾶι — κουρᾷ , κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράν — κουρά̱ν , κουρά cropping fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)