Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βαθύθριξ

См. также в других словарях:

  • βαθύθριξ — ( τριχος), ο, η (Α) αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες …   Dictionary of Greek

  • βαθύθριξ — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύτριχα — βαθύθριξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύτριχας — βαθύθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»