-
1 βαθυθριξ
-
2 βαθυτριχος
См. также в других словарях:
βαθύθριξ — ( τριχος), ο, η (Α) αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες … Dictionary of Greek
βαθύθριξ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύτριχα — βαθύθριξ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύτριχας — βαθύθριξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek