1 ευθυθριξ
Древнегреческо-русский словарь > ευθυθριξ
ευθύθριξ — εὐθύθριξ, ὁ (Α) αυτός που έχει ίσιες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + θριξ] … Dictionary of Greek