Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(Ἕλληνας

См. также в других словарях:

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Έλληνας — ο θηλ. ίδα 1. αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή από την ελληνική φυλή, Ρωμιός, Γραικός. 2. αυτός που έχει ελληνική υπηκοότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἕλληνας — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλή μπέης ο Έλληνας — (; – 1773).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου, ελληνικής καταγωγής. Γιος Έλληνα ιερέα από τη Μικρά Ασία, πουλήθηκε σκλάβος στους Μαμελούκους. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοιά τους και, μετά τον εξισλαμισμό του, τον απελευθέρωσαν. Ο Α.μ., που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… …   Dictionary of Greek

  • Παλλαδάς — Έλληνας επιγραμματοποιός που έζησε στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Ο Π. υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας ποιητής που διακρίθηκε. Αντίθετα με το έργο άλλων ελεγειακών, το δικό του χαρακτηρίζεται από δύναμη που πηγάζει από πραγματικό… …   Dictionary of Greek

  • Σαραντάρης, Γιώργος — Έλληνας ποιητής και φιλόσοφος (Κωνσταντινούπολη 1908 Αθήνα 1941). Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του ως το 1931 έζησε, εξαιτίας των εμπορικών ασχολιών του πατέρα του, στην Ιταλία, όπου έκαμε και τις πανεπιστημιακές του σπουδές (νομικά και φιλοσοφία) …   Dictionary of Greek

  • Σβορώνος, Ιωάννης — Έλληνας νομισματολόγος (Μύκονος 1863 Αθήνα 1922). Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα, έφυγε για την Ευρώπη, όπου σπούδασε νομισματολογία στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Την εποχή αυτή έγραψε το πρώτο του έργο:Νομισματολογία της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • Σκαλκώτας, Νίκος — Έλληνας συνθέτης και βιολονίστας (Χαλκίδα 1904 Αθήνα 1949). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη Χαλκίδα, σε ηλικία 5 ετών. Το 1914 εγγράφεται στο «Ωδείο Αθηνών» όπου σπουδάζει βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε και από όπου αποφοιτά το 1920 με πρώτο …   Dictionary of Greek

  • Σοφούλης, Θεμιστοκλής — Έλληνας πολιτικός (Βαθύ, Σάμος 1860 Κηφισιά, Αθήνα 1949). Σπούδασε αρχαιολογία στην Αθήνα και στη Γερμανία και απέκτησε τον τίτλο του υφηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Το 1900 εγκαταστάθηκε στη Σάμο, όπου εκλέχτηκε πληρεξούσιος… …   Dictionary of Greek

  • μύρινος — Έλληνας ποιητής, που δεν είναι γνωστό σε ποια εποχή έζησε. Διασώθηκαν διάφορα επιγράμματα του, μεταξύ των οποίων το Ανάθημα τοις Πασί Διοτίμου και το συμποτικό Εις γραίαν. * * * μύρινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ιχθύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»