-
1 συναιρέω
A grasp or seize together,Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95
; seize at once,πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51
; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα ς. Plu.Lys.22:—[voice] Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—[voice] Pass., to be brought together, Arist.SE 181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr. 249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν.. συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh. 1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι.. from all this we should collect, infer that.., Procl. in Prm.p.492 S.2 bring into small compass, shorten,τὸν Χρόνον D.S.17.116
:—[voice] Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24;ὁ περίβολος τῆς πόλεως.. νῦν.. καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4
.b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70;ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38
, Mem.3.8.10, etc.;συνελόντι φάναι Gal.16.502
; so συνελόντι alone, Is.4.22;συνελόντι ἁπλῶς D.4.7
;συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6
;συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754
.c Gramm., contract,τὸ ε ¯ καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24
; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.II make away with, destroy all trace of, annihilate,ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740
(but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; , cf. 37.13, 50.35;συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον.. πόλεμον Plu.Lys.11
;ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13
; diminish a measurement,τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24
(Lebad., ii B.C.):—[voice] Pass.,τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3
; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.b annihilate, make short work of a distance,ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d
:—[voice] Pass.,τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11
.2 help to take or conquer,τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44
; βουλόμενοι σφίσι.. ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρέω
-
2 ἀνακύπτω
A , Pl.Euthd. 302a;- ψω Luc. DMar.3.1
: [tense] aor.ἀνέκυψα Hdt.5.91
, etc.: [tense] pf. , X. Eq.7.10:—lift up the head, Thphr.Char.11.3; ἀνακεκυφώς with the head high, of a horse, X. l. c.; κἀγκύψας (for καὶ ἀνακύψας) ἔχε and keep your head up, Ar.Th. 236; throwing his head back,Pl.
R. 529b;ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλάς Ev.Luc.21.28
; esp. in drinking, Arist.HA 613a13, cf. E. l. c.;ἐπικύπτειν καὶ ἀ. Gal.6.146
.II come up out of the water, pop up, Ar.Ra. 1063; ; ἀ. μέχρι τοῦ αὐχένος, opp. καταδῦναι, Id.Tht. 171d, cf. Phdr. 249c.b metaph., emerge, crop up,ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοιτο Id.Euthd. 302a
;αἱ -κύπτουσαι χρεῖαι Ascl.Tact.11.7
, cf. Ath.1.25e, Cod.Just.1.2.17.c of persons, rise out of difficulties, breathe again, Hdt.5.91, X.Oec.11.5;τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Plb.1.55.1
, cf. D.Chr.13.35;ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος Porph.Marc.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακύπτω
-
3 παλινδρομέω
A run back again,ἐπὶ τόπον J.BJ3.2.3
;ἐς ταὐτά Aret. SD1.6
: abs., Manetho ap.J.Ap.1.26; of a ship, Ps.-Hdt.Vit.Hom. 19, D.S.20.74, Plu.Cic.32: prov.,παλινδρομῆσαι μᾶλλον ἢ κακῶς δραμεῖν Luc.Asin.18
.II Medic., go back without coming to a head, of an abscess, dub. in Hp.Prog.18; μὴ -δρομῇ τὸ ἐρυσίπελας ἔσω strike inwards, ib.23.b recur, relapse, Id.Epid.2.3.18, Aret. SA1.7, Luc.Abd.32.c παλινδρομῶν σφυγμός recurrent, recovering, Gal.9.510, Marcellin.Puls. 400.III metaph., π. πρὸς τὰς τῶν Καρχηδονίων ἐλπίδας fall back upon.., Plb.7.3.8;γεωμετρία ἐπὶ τὰ αἰσθητὰ -δρομοῦσα Plu.2.718f
.2 βλασφημία -δρομοῦσα, of abuse which comes home to roost, ib.88d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδρομέω
-
4 ἐπιστασία
A = ἐπίστασις 11.2, attention, care, ἐ. ποιεῖσθαί τινος Ph.1.192, cf. Phld.Rh.2.149 S.(prob.); ἐ. ἔχειν deserve attention, Ath.2.66b.2. recognition,ἐς ἐ. τῆς νούσου ἀφικνεόμενοι Aret. SD1.6
.II. authority, dominion, πρὸς τὴν ἐ. αὐτῶν dominion over them, Str.8.5.5; τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐ. D.S. 20.32: abs., Plu.Luc.2, Nic.28; ἀρχικὴ ἐ. Stoic.3.158, cf. 2.339 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστασία
-
5 ὕπαρχος
ὕπαρχ-ος, ὁ,A subordinate commander, lieutenant,ὕ. ἄλλων.. οὐχ ὅλων στρατηγός S.Aj. 1105
;ὕ. ὢν τῷ ἀδελφῷ Luc.DMort.12.2
;ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς E.Hel. 1432
.2 subordinate governor, of satraps, etc., Hdt.3.70, 4.166, al., X.An.4.4.4;Ἰωνίας Th.8.31
;Ἑλλησποντίων Sor.Vit.Hippocr.8
; in the Seleucid kingdom, OGI225.36 (Didyma, iii B. C.).b = Lat.proconsul, Epigr.Gr.906 ([place name] Gortyn); = legatus,ὕ. Αὐτοκράτορος Καίσαρος Inscr.Prien.247
, cf. App.BC5.26, D.C.36.36, al.; ὕ. Αἰγύπτου, = praefectus Aegypti, Arr.An.3.5.7; ὕ. τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου, = praefectus praetorio, IGRom.3.435 ([place name] Pisidia), cf. Lyd. Mag.1.14, al., Gloss.; so ὕ. alone, in verse, of the praefectus praetorio Illyrici, IG22.4224 (v A. D.), cf. 4226 (v A. D.), 7.94 (Megara, v. A. D.); ὁ τῆς πόλεως ὕ., = praefectus urbi, Lyd.Mag.1.38, cf. 2.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαρχος
-
6 ἀποπειράομαι
ἀπο-πειράομαι, [tense] fut. -άσομαι [ᾱ]: [tense] aor. [voice] Pass. ἀπεπειράθην, [dialect] Ion. -ήθην, v. infr.:—A make trial or proof of.., τῶν μαντηΐων, τῶν δορυφόρων, Hdt.1.46, 3.128;ἀ. ἑκάστου εἰ ναυμαχίην ποιέοιτο Id.8.67
, cf. 9.21; ἀ. γνώμης [ἑκάστου] Id.3.119;τῆς γνώμης ἀποπειρῶ Ar.Nu. 477
, cf. And.1.105;ἀ. τινὸς εἰ δύναιτο ἀληθεύειν X. Cyr.7.2.17
, cf. 2.3.5; ναυμαχίας ἀποπειρᾶσθαι to venture it, Th.4.24: abs.,ἐπεὰν ἀποπειρηθῇ Hdt.2.73
; freq. in Pl., to express the dialectical trial of an opponent, Prt. 311b, 349c, al.II [voice] Act., esp. in Th., ; ; ἀποπειρᾶσαι τοῦ Πειραιῶς make an attempt on the Piraeus, etc., 2.93, cf. 4.121: abs.,κατὰ γῆν ἀ. 4.107
, cf. 7.36;τῶν τειχῶν App.BC5.36
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπειράομαι
-
7 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
-
8 ἐπικράτεια
ἐπικρᾰτ-εια, ἡ,A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν ἐ. S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν.. κατὰ τὴν ἐ... στροβοῦνται Polystr.p.22 W.;αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8
.II. of a country, realm, dominion,ἄπιμεν.. ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42
, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep. 349c; of a Roman province, Ph. 2.518, 583 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικράτεια
-
9 διαπράσσω
A pass over, c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made their way over the plain, Il.2.785, 3.14; also οἵ κε.. διαπρήσσωσι κέλευθον may finish their journey, Od.2.213, cf. 429: of Time, c. part., ἤματα.. διέπρησσον πολεμίζων I went through days in fighting, Il.9.326; κεν.. εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων I should not finish speaking.., Od.14.197:—[voice] Med.,διαπραξάμενος βίον Alex.262.2
(dub.).II bring about, accomplish, Hdt.9.94; δ. τινί τι get a thing done for a man, Id.3.61, cf. A.Eu. 953(lyr.): c. inf., X.Smp.5.9: abs., Ar.Eq.93:—[voice] Pass., :—freq. in [voice] Med., Hdt.1.2, 2.2, Ar.Lys. 518, etc.;δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24
;οὐδὲν καινὸν διαπράττονται D.35.1
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,τὸ αὐτὸ διαπεπραγμένοι εἰσὶν ὥσπερ ἂν εἰ.. Pl.Grg. 479a
;πολλοῖς πολλὰ παρὰ τοῦ πάππου ἀγαθὰ διεπέπρακτο X.Cyr.4.2.10
, cf. An.2.3.25;ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσί D.35.26
, cf. Din.1.97, Isoc. 4.137;τοὺς ἀνήκεστα δ. Theodect.
ap. Arist.Rh. 1399b4, cf. Men. Per.Fr.1: also strictly in sense of [voice] Med., effect for oneself, gain one's point, Hdt.9.41; ;φιλίαν δ. πρός τινα X.An.7.3.16
; πλοῖα παρά τινος ib.6.2.17: c. inf.,δ. τῶν ἀγγέλων γενέσθαι Pl.R. 360a
; δ. ὥστε folld. by inf., Lys.16.15, Pl.Grg. 478e, by ind., X.An.4.2.23; δ. μὴ καίειν ib.3.5.5.2 [voice] Med., get for oneself, obtain, πλοῖα ib.6.2.17, cf. 3.2.29.III make an end of, destroy, in [voice] Pass., A.Pers. 260(lyr.), al., S.Tr. 784, E.Hel. 858;διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων Plu.Fab.5
.IV [voice] Med., intrigue successfully, Aeschin. 3.232 (so in [voice] Act., διαπρήσσει· ἀπατᾶ, ψεύδεται, Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπράσσω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
Ξάνθιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αρίφρονα και πατέρας του Περικλή. Είχε παντρευτεί την ανιψιά του Κλεισθένη, Αγαρίστη. Καταγόταν από ισχυρή οικογένεια της Αττικής και υπήρξε φυσιογνωμία στους χρόνους… … Dictionary of Greek
έρυξ — Αρχαίος οικισμός στο ομώνυμο βουνό της δυτικής Σικελίας. Κατά τη μυθολογία, στο βουνό αυτό ιδρύθηκε αρχικά ένα ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης Αστάρτης, το οποίο, όπως πίστευαν, θεμελίωσε ο Έρυξ ή ο Αινείας, γιοι και οι δύο της Αφροδίτης. Αργότερα … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
Μάρκελλος, Μάρκος Κλαύδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (270 – 208 π.Χ.). Διακρίθηκε στους αγώνες της Ρώμης κατά των Ινσόμβρων, των Συρακούσιων και των Καρχηδονίων. Μετά τη νίκη του κατά των Ινσόμβρων αναγνωρίστηκε από τον λαό ως τρίτος και τελευταίος άρχοντας… … Dictionary of Greek
Μασσανάσσης — (240 π.Χ. – 148 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Ήταν γιος του βασιλιά της ανατολικής Νουμιδίας, αρχηγού της φυλής των Μασσυλίων. Μεγάλωσε στην Καρχηδόνα, με την οποία ο πατέρας του ήταν σύμμαχος, και αργότερα πολέμησε και ο ίδιος στο πλευρό τους… … Dictionary of Greek
Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός … Dictionary of Greek
φοινικιστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων ή κατά τον τρόπο τών Φοινίκων ή τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικίζω (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ἀττικισ τί). Η σημ. αυτή τού ρ. απαντά μόνο σε αυτόν τον επιρρμ. τ.] … Dictionary of Greek
Καρθαγένη — I (Cartagena). Πόλη (184.686 κάτ. το 2001) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ισπανίας, στην επαρχία Μούρθια. Αποτελεί βιομηχανικό κέντρο και είναι το σημαντικότερο σε εμπορική κίνηση λιμάνι της Ισπανίας. Διαθέτει διυλιστήριο πετρελαίου και… … Dictionary of Greek