-
41 φλέγω
Aφλέξω S.Fr.1128.5
, A.R.3.582, LXX De.32.22, etc.: [tense] aor. (lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. φλεγήσομαι ([etym.] συμ-) J.BJ7.8.5: in 4.6.3 the readings κατα-φλέξεσθαι, -φλεχθήσεσθαι, and - φλεγήσεσθαι are found in codd.;κατα-φλεχθήσεται Ach.Tat.Intr.Arat. p.61M.
: [tense] aor.ἐφλέχθην Hom.Epigr.14.23
, ([etym.] κατ-) Th.4.133: [tense] aor. 2 ἐφλεγην ([etym.] ἀν-) Luc.DDeor.9.2, ([etym.] ἐξ-) AP12.178 (Strat.): [tense] pf.πέφλεγμαι Lyc.806
.A trans., burn, burn up, Il.21.13;πυρί <με> φλέξον A.Pr. 582
(lyr.);φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα Id.Pers. 364
, cf. 504:—[voice] Pass., take fire, blaze up,ῥέεθρα πυρὶ φλέγετο Il.21.365
, cf. BMus.Inscr.1036 (Caria, ii/i B. C.).2 [voice] Pass., to be inflamed,κάεσθαί τε καὶ φ. Pl. Ti. 85b
;ἡ πεφλεγμένη ποδαλγία PLond.5.1676.16
(vi A. D.).3 metaph., kindle, inflame with passion,Ἄρεα.. ὃς.. φλέγει με OT192
(lyr.), cf. Mosch.Fr.2.3, AP5.122 (Phld.), 287 (Paul.Sil.);αἷμα δάϊον φ. E.Ph. 241
(lyr.):—[voice] Pass., burn with passion, S.OC 1695 (lyr.), Ar.Nu. 992 (anap.), Pl.Chrm. 155d; ;ὑπὸ τοῦ πάθους D.H.11.28
;ὑπὸ δίψης Id.9.66
;ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA14.27
;ἐπί τινι Id.Fr.52
.II light up,φ. λαμπάσι τόδ' ἱερόν E.Tr. 309
(lyr.); Ζεὺς διὰ χερὸς βέλος φλέγων making it blaze or flash, A.Th. 513;πυρὸς φλέξον μένος Trag.Adesp.90
: metaph., ἄταν οὐρανίαν φλέγων letting the flame of mischief blaze up to heaven, S.Aj. 195 (lyr.):—[voice] Pass., blaze up, burst or break forth,βωμοὶ δώροισι φλέγονται A.Ag.91
(anap.): metaph.,ὕμνοι φλέγονται B.Fr.3.12
.2 metaph., makeillustrious or famous,σὲ φλέγοντι Χάριτες Pi.P.5.45
:— [voice] Pass., to be or become so, ἀρεταῖς, Μοίσαις φλέγεσθαι, Id.N.10.2, I.7 (6).23.B intr., burn, blaze, of fire, torches, etc., A.Ag. 308, Th. 433, S.Aj. 1278; of lightning, Id.OC 1467 (lyr.); of the sun, Id.Aj. 673; : of armour, flash,νέφος ἀσπίδων φ. E.Ph. 251
(lyr.);ἄνθεμα χρυσοῦφλέγει Pi.O.2.72
;γυναικὸς φλέγων ὀφθαλμός A.Fr. 243
; of fire-breathing bulls,φλέγει δὲ μυκτήρ S.Fr. 336
.2 metaph., burst or break forth, of passion,θυμὸς ἀνδρεία φλέγων A.Th.52
, cf. 287;φ. λύσσῃ Ar.Th. 680
(lyr.); of grief, A.R.3.773.3 shine forth, become famous, Pi.N.6.38.—Poet. in early writers, exc. Pl. ll. cc. (Cf. Lat. fulgeo, flagro, flamma, Lett. blāzma 'glare of light or fire'.) -
42 ψυχή
ψῡχ-ή, ἡ,A life,λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296
, etc.;ψ. τεκαὶ αἰών 16.453
, cf. Od.9.523;θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334
, Od.21.154;λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325
; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322
; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; soἀντὶ ψ. S.OC 1326
: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245
;περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161
;τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37
;τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115
, cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4
, cf. Th. 8.50;ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492
, cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375
(lyr.);ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19
; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36
;τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37
. In early poets:ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52
;ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14
;θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46
;ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730
;ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68
;ψυχὰς βαλον Id.O.8.39
;χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138
; ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712
(anap.);ψ. ἀφήσω E.Or. 1171
;ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214
;ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24
; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; , cf. Th.1.136, etc.;τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88
;τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15
. 8, cf. Ev.Luc.12.20;ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10
, cf. Ev.Matt. 2.20;τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11
, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109
, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4
, cf. 12;πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.
Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30
; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.2 metaph. of things dear as life,χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686
;πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419
;τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35
; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195
;ψ. μου Mart.10.68
.II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.
Hist.Fr. 102(a)J.);ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65
: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104
, cf. 72, Od.24.14;ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100
; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330
;ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518
; sts. hardly dist. from signf. 1,ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505
; in swoons it leaves the body,τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696
; so in later writers (seldom in Trag.),σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21
; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630
(anap.);ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676
, cf. Fr. 912.9 (anap.);τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b
; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.
ap. Plu.2.236d.III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133
, cf. Pl.Men. 81b;εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123
;ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a
, cf. Phd. 70c, al.;ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d
;ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14
, cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5
, cf. An.3.2.20;ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a
;εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b
;κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22
;οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19
;ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14
, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32
f.1;ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e
.IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39
;μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)
;ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16
;θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37
; opp. material blessings,κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32
;μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b
, cf. 29e: hence regarded in abstraction,τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a
;ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c
;οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17
, cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227
;ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319
(anap.);τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173
(anap.);ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c
; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559
, cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15
, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20
. In apostrophe,μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61
;ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712
(lyr.);ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8
; in referring to persons,ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b
(cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6
,11;πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1
, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14
, ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457
;καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393
;κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40
;τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29
;ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33
, cf. Oec.21.3.3 of the emotional self,ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505
, cf. 527 (lyr.);πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14
;τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12
; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841
(s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b
;τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4
.4 of the moral and intellectual self,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70
;ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176
;ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499
;ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101
;ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014
;ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15
, cf. Pl.R. 353e;ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7
, cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d
;τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4
, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53
;νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a
, cf. Phdr. 247c, al.; ;ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171
. Phrases:—ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43
; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35
;ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10
; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12
; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.6 of inanimate things,πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138
, cf. 7.14;ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23
;οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38
; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.V Philosophical uses:1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11
; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.
ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.
Apoll.4;τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a
, cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.2 the spirit of the universe,ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b
, cf. 30b;τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3
; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186
; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2
;τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32
; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d
, cf. Def. 411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a
; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c
, cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. asοὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20
; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division ofψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.
ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11
, cf. PA 641b4;ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22
, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150
, cf. M.Ant.6.14;ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.
;τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.
; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7
; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2
, cf. 4.7.5;φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4
; animal and vegetable bodies possessοἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18
;πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20
.2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696
means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467
means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).) -
43 ἀμφιβάλλω
I of clothes, etc., put them on a person, c. dupl. acc. pers. et rei,ἀμφὶ δέ με χλαῖναν.. βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Od.10.365
, cf. 451;ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος.. βάλεν 13.434
: c. dat. pers., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος.. βάλον v.l. in 14.342;ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα Il.18.204
;στολὴν.. ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ E.HF 465
;γέρας κόμαις Pi.P.5.32
:—[voice] Med., put round oneself,δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Od.6.178
, cf. 22.103, etc.;ἄγραν.. ἀ. πλοκάμοις E.Ba. 104
.b metaph. and half metaph., τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον I built chamber over him, Od.23.192;ζυγὸν Ἑλλάδι ἀ. A.Pers.50
, cf. 72; ; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα since I have put on white hair, S.Ant. 1093;ἀ. νέφος θανάτου Simon.99
.c [voice] Act. in med. sense, κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς] 'girding themselves with strength', Il.17.742; δουλοσύναν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ [ἐμαυτῆς] E.Andr. 110: reversely, [voice] Med. for [voice] Act., :—[voice] Pass., ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίες σι song is cast (like a net) over the minds of poets, Pi.O.1.8.2 throw the arms round, so as to embrace, c. dat. pers.,ἀμφ' Ὀδυσῆι.. χεῖρε βαλόντε Od.21.223
; ;ἀμφὶ δὲ παιδὶ.. βάλε πήχεε 24.347
; but ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, of seizing or taking prisoner, 4.454; also ἀμφὶ δὲ χεῖρα.. βάλεν ἔγχεϊ grasped it, 21.433; ἀμφὶ δὲ.. βάλε γούνασι χεῖρας, as a suppliant, 7.142.3 c. acc. pers., encompass, embrace,ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους Il. 23.97
;ἀ. τινὰ χερσί E.Ba. 1363
;ἀ. μαστὸν ὠλέναισι Ph. 306
;ἀ. μέλη Supp.70
.4 encompass, beset,δυσμενὴς ὅρι' ἀμφιβάλλει B.17.6
;πόλιν φόνῳ E.Andr. 799
, cf. Trag.Adesp.127.6(lyr.); ἀ. φῦλον ὀρνίθων surround them with nets, S.Ant. 344; strike or hit on all sides,τινὰ βέλεσι E.HF 422
.b abs., fish (cf. ἀμφίβληστρον), Ev.Marc.1.16, cf. PFlor.2.119.3 (ii A. D.).c metaph.,ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535
(unless ἀ. be Adv.).III doubt,περί τινος Plb. 39.5.2
: also folld. by inf., Hld.5.17; by ὡς .. Ael.NA9.33; by ὅτι .. Hermog.Id.2.10;περί τινος Id.Meth.23
.IV intr., ἀ. εἰς τόπον go into another place, E.Cyc.60.2 to be doubtful or in dispute, Arist.EE 1243a12,25; ἀμφιβάλλειν εἴωθε τὰ φίλτρα are uncertain in their action, Alciphr.1.37:—[voice] Pass., to be in dispute, Simp.in Ph.21.11.V [voice] Med., change,μορφήν Opp.C.3.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβάλλω
-
44 ἀντίπαλος
A wrestling against: hence, antagonist, rival,κράτος ἀ. A.Pr. 528
(lyr.);ἀ. θεοῖς E.Ba. 544
(lyr.): c.gen.,μένος γήραος ἀντίπαλον Pi.O.8.71
;γοητείας φάρμακον ἀ. AP10.50
(Pall.):—Subst. ἀντίπαλος, ὁ, antagonist, rival, adversary, Pi.N.11.26, S.Ant. 126 (lyr.): mostly in pl., Hdt.7.236, Ar.Ra.365.1027, Pl. Alc.1.119e, al.; cf.φθόνος πρὸς τὸ ἀ. Th.2.45
, etc.;ὁ δ' ἦλθεν ἐπὶ τἀντίπαλον E.Ba. 278
(dub.).2 of things, nearly matched, nearly balanced,ἀπὸ ἀ. παρασκευῆς Th.1.91
;ἀ. τριήρης
equally large,Id.
4.120;ἀ. τινι Id.1.11
, Pl.Mx. 240a;γνῶμαι μάλιστα ἀ. πρὸς ἀλλήλας Th.3.49
; ἀ. δέος fear caused by the balance of the power of the parties, mutual fear, ib.11; ἀ. ποιναί adequate punishment, E.IT 446; ἤθεα ἀ. [ τῇ πόλει] habits corresponding to.., Th.261;ὑμεναίων γόος ἀ. E. Alc. 922
; ἀντίπαλόν τι τῆς ναυμαχίας a point where the action was evenly balanced, Th.7.71, cf. 38, Lys.2.38; ἀντίπαλα καταστῆσαι bring to a state of balance, Th.4.117; εἰς ἀ. καταστῆναι to be in such state, Id.7.13. Adv.- λως Id.8.87
: also neut. pl.,ναυμαχήσαντες ἀντίπαλα Id.7.34
.II τὸν ἀμὸν ἀ. him who fights for me, my champion, A.Th. 417 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπαλος
-
45 ἐνίημι
A- ήσω Th.4.115
: [tense] aor. -ῆκα, [dialect] Ep. - έηκα: [mostly ἐνῐημι in [dialect] Ep., always ἐνῑημι in Trag.; butἐνῑετε Il.12.441
]:— send in or into, ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν will send into the battle, ib.14.131;ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od.12.65
.2 implant, inspire, c. acc. rei et dat. pers.,ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ Il.20.80
; ;τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449
;ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν E.Ba. 851
; ἐ. τισὶ δαπάνην involve them in expense, PAmh.2.133.9 (ii A.D.):—[voice] Pass., κίνησις παρ' ἄλλου ἐνιεμένη introduced from without, Plot.6.3.23.3 reversely, c. acc. pers. et dat. rei, plunge into,τὸν.. Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι Il.10.89
; νῦν μιν μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας plunged him in, inspired him with pride of soul, 9.700; so ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει (sc. ἡμᾶς) shall bring us yet more to harmony, Od.15.198.4 generally, throw in, ἐπεί ῥ' ἐνέηκε (sc. φάρμακον οἴνῳ) ib.4.233; τάμισον [τυρῷ] Theoc.11.66;νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ Il.12.441
, cf. E.Tr. 1262 (so in [voice] Pass.,πῦρ ἐνίετο ταῖς ἀσπίσιν Jul.Or.1.27d
); alsoἐς τὰς πόλις ἐ. πῦρ Hdt. 8.32
, cf. Th.4.115; of ships, launch them into the deep, ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ (sc. νῆα) Od.2.295, 12.293.6 inject poison, of spiders, X.Mem.1.3.12;ἰὸν ἐ. τινί A.R.4.1508
; also of clysters, Nic.Al. 197, Aret.CA1.6, Dsc.1.30, etc.b infuse, in [voice] Pass.,ἐνεήσθω ἐν αὐτέῳ ἄνηθον Aret.CA1.1
; κάνναβις ἐνεσμένη ( ἐνεεσμένη Geronthr.) soaked (?),Edict.Diocl.
32.17.8 [voice] Med., of trumpets, begin to sound, D.S.17.106.II intr., press on, X. Cyr.7.1.29, HG2.4.32:—[voice] Med., plunge into,ὑδάτεσσι Arat.943
. -
46 ἐνστάζω
A drop in or into, , Pi.P.9.63 (tm.); [χάριν] φρασίν B.12.229
;ἁπαλὰς τροφάς Ph.2.470
:—[voice] Pass., εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ is instilled into thee, Od.2.271; , cf. Dsc.Eup.1.35, Plu.Ages.11, Paus.4.32.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνστάζω
-
47 ἐξαίρω
ἐξαίρω, [dialect] Ep. [full] ἐξᾰείρω Hom. (v. infr.), also in [dialect] Ion. Prose, Hp.Fract. 21, cf. ἀείρω, αἴρω: [tense] aor.1A , etc.:—lift up, lift off the earth,ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν Il.24.266
;ἐκ δὲ κτήματ' ἄειραν Od.13.120
(elsewh. Hom. uses only [voice] Med., v. infr.);ἐξάρας [αὐτὸν] παίει ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107
; ἐ. χεῖρας in prayer, Plb.3.62.8;κοῦφον ἐξάρας πόδα S.Ant. 224
; βάθρων ἐκ τῶνδέ μ' ἐξάραντες having bidden me rise (from suppliant posture), Id.OC 264, cf. Tr. 1193; τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος; made thee start, Id.OC 358;ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐ. βίον Id.Tr. 147
; ἐ. θώρακα take it out (of its case), Ar.Ach. 1133; :—[voice] Pass., ib.22.6.b seemingly intr., rise from the ground, of a bird, D.S.2.50;ἐ. τῷ στρατεύματι
start,Plb.
2.23.4, cf. LXXNu.2.9.2 raise in dignity, exalt, magnify, Κλεισθένης [τὴν οἰκίην] ἐξῆρε (v.l. -ήγειρε) Hdt.6.126;ἐξάρας με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην Id.9.79
; ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐ. exaggerate it, Aeschin.2.10;ἐπὶ μεῖζον ἐ. τὰ γενόμενα D.H.8.4
;ὑψηλὸν ἐ. αὑτὸν ἐπί τινι Pl.R. 494d
;ἐ. ὑπόθεσιν Procl.in Prm.p.522S.
; Rhet., treat in elevated style, Hermog.Id.2.3;τὸν τῆς ἑρμηνείας τύπον ἐ. παρὰ τὸ εἰωθός Procl.in Prm.p.484S.
;ἐπιστολαὶ μικρὸν ἐξηρμέναι Demetr.Eloc. 234
; of music,ἐξηρμένον καὶ τεθαρρηκός Heraclid.Pont.
ap. Ath.14.624d.3 arouse, stir up,θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn.630
; ; ἐ. σε θανεῖν excites thy wish to die, E.Hipp. 322;ἐ. φρένα λακεῖν Id.Alc. 346
;ἐ. χάριν χορείας Ar.Th. 981
.5 remove,ἔπιπλα PLond.1.177.21
(i A. D.); make away with, get rid of,ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν 1 Ep.Cor.5.13
:—[voice] Pass., to be carried away, of a dam, PRyl.133.19 (i A. D.).II [voice] Med. (Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] aor. ἐξήρατο), carry off for oneself, earn,δοιοὺς μισθούς Od.10.84
; ; ἐξάρατο ἕδνον won it as a dower, Pi.O.9.10;θοῶν ἐξήρατ' ἀγώνων.. κειμήλια Theoc.24.122
. (In Hom. ἐξήρατο may have displaced ἐξήρετο, [tense] aor. of ἐξάρνυμαι, v. ἀείρω.)2 ἐξαίρεσθαι νόσον take a disease on oneself, catch it, S.Tr. 491.III [voice] Pass., to be raised, [τὸ τεῖχος] ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου Hdt.6.133
; rise up, rise,ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς E.Med. 106
;φλόξ Plb.14.5.1
;κονιορτός Id.3.65.4
.2 swell, dub. in Hp. VC15; ἐξαειρόμενα (- εύμενα codd.) ὑπὸ τῆς πιέξιος swellings caused by compression, Id.Fract.21.4 ἐξηρμένος prob. f.l. in Plb.4.4.5. -
48 ἰσοφαρίζω
A match oneself with, vie with, ;ἔργα δ' Ἀθηναίῃ.. ἰσοφαρίζοι 9.390
;μνήμην οὔτινά φημι Σιμωνίδῃ -φαρίζειν Simon.146
, cf. Theoc.7.30: generally, to be equal to, τινι Il.21.194, Hes.Op. 490.II trans., make equal, Nic.Th. 572.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοφαρίζω
-
49 ὑπέρκειμαι
A lie above, esp. of place, to be placed or situated above or beyond,οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι Plb.4.29.1
, cf. 5.44.10, Str.9.5.19;ἡ ὀφρὺς ὑ. τοῦ ὄμματος Philostr.Jun.Im.2
, cf. Sor.1.8, al., Gal.6.344, al.: rarely c. dat.,ἔν τινι ὑ. αὐτοῖς νησιδίῳ Arist.Mir. 832a23
:abs., Hp.Fract.8; mostly in part., lying or situated above,ἡ ὑπερκειμένη χώρα Isoc.4.163
;τῶν ὑ. κρημνῶν
overhanging,Plb.
10.30.2.2 metaph., to be placed above (in rank), ὁ -μενος [δαίμων] superior, Plot. 3.4.3, cf. Procl.Inst.56; transcend,τῆς διακρίσεως Dam.Pr. 164
: c. acc., excel, τινα LXX Ez.16.47.3 εἰς πρᾶσιν ὑπερκείμενα put up for sale, PAmh.2.97.5 (ii A. D.), restd. in PGen.5.8 (ii A. D.).II to be delayed, postponed, Luc.Bis Acc.23; τὰς εἰς τὸ τρίτον ἔτος ὑπερκειμένας (sc. ἀρτάβας) BGU1760.24 (i B. C.); cf.ὑπερτίθημι 11.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρκειμαι
-
50 χαλεπός
χαλεπός, comp. χαλεπώτερος: hard, difficult, dangerous, ἄεθλος; λιμήν, ‘hard to approach,’ Od. 11.622, Od. 19.189; personal const. w. inf., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, Il. 21.482; χαλεποὶ θεοὶ ἐναργεῖς φαίνεσθαι, ‘it is dangerous when gods appear, etc.’, Il. 20.131; oftener the impers. const. Of things, harsh, grievous, severe; γῆρας, μόχθος, ὀνείδη, ἔπεα, Il. 23.489; of persons, stern, angry, τινί, Od. 17.388.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χαλεπός
См. также в других словарях:
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… … Dictionary of Greek