Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κονιορτός

См. также в других словарях:

  • κονιορτός — dust raised masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… …   Dictionary of Greek

  • κονιορτοῦ — κονιορτός dust raised masc gen sg κονιορτόω cover with dust pres imperat mp 2nd sg κονιορτόω cover with dust imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιορτούς — κονιορτός dust raised masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιορτῶν — κονιορτός dust raised masc gen pl κονιορτόω cover with dust pres part act masc voc sg (doric aeolic) κονιορτόω cover with dust pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κονιορτόω cover with dust pres part act masc nom sg κονιορτόω cover… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιορτῷ — κονιορτός dust raised masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιορτόν — κονιορτός dust raised masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρνιαχτός — και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός) σκόνη, κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > *κορνιοτός, με μετάθεση τού ρ από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

  • порох — род. п. оха, укр., блр. порох пыль; прах , др. русск. порохъ пыль , ст. слав. прахъ κονιορτός, σποδός (Остром., Супр.), болг. прах(ът) пыль , сербохорв. пра̑х, род. п. пра̑ха пыль порох , словен. рrа̑h, род. п. рrа̑hа, чеш., слвц. рrасh пыль;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»