Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐσεβῆ

См. также в других словарях:

  • εὐσεβῆ — εὐσεβής pious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσεβής pious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσεβής pious masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβῇ — εὐσεβέω live pres subj mp 2nd sg εὐσεβέω live pres ind mp 2nd sg εὐσεβέω live pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβῆι — εὐσεβῇ , εὐσεβέω live pres subj mp 2nd sg εὐσεβῇ , εὐσεβέω live pres ind mp 2nd sg εὐσεβῇ , εὐσεβέω live pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσεβισμός — ο αίρεση διαμαρτυρομένων, κατά την οποία τα ευσεβή έργα είναι σημαντικότερα από την ευσεβή πίστη, πιετισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. pietism)] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πεπίνος — Όνομα Φράγκων βασιλιάδων. 1. Π. ο Βραχύς (751 768). Βασιλιάς των Φράγκων, γενάρχης της δυναστείας των Καρολιγγιδών. Γιος του Καρόλου Μαρτέλου και διάδοχός του. Εκθρόνισε, με τη συγκατάθεση του πάπα, τον άμαχο Χιλδέριχο Γ΄ και στέφθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Silenos — Betrunkener Silenos (römisch, 2. Jahrhundert, Louvre) Silenos oder Silen (altgriechisch Σιληνός oder Σειληνός, lat. Silenus, Selenus) ist in der griechischen Mythologie eine gegenüber wenig unterschiedenen Satyrn und Silenen indiv …   Deutsch Wikipedia

  • благовѣрьныи — (204) пр. Преданный истинной вере, православный; благочестивый: и оного с҃на васили˫а бл҃говѣрьнааго ѡного моужа именьмь агрика. ведоша въ срачины. ЧудН XII, 69г; никако же подобаеть ѥдинѣмъ съ женами ˫асти. аще не како съ нѣкыими б҃обо˫азнивыими …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благочьстьныи — (44) пр. Православный, основанный на благочестии; святой: люди оучити бл҃гочьстьныимъ словесьмъ ѡ(т) б҃жьствьнааго писани˫а избирающемъ. (τῆς εὐσεβείας) КЕ XII, 49а; бл҃гочьстьныи манастырь студиискыи. УСт XII/XIII, 27; власть оубо даѥмъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NEOCORUS — Aedis sacrae aedituus, Νεωκόρος. Iul. Firmicus l. 4. Math. c. 7. Aut simulacrorum consecratores, seu certe Neocores (secundum quosdam) vel Sacerdotum Principes. Vox Graecis Scriptoribus notissima, sed quae negotium iure facessitrei Antiquariae et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»