Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐσεβέστατος

См. также в других словарях:

  • εὐσεβέστατος — εὐσεβής pious masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόσιος — καθόσιος, ον (Α) (μόνο στον υπερθ.) καθοσιώτατος ευσεβέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὅσιος] …   Dictionary of Greek

  • πανευλαβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευλαβής, ευλαβέστατος, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευλαβῶς (ΜΑ) με πολύ ευλαβή τρόπο, ευσεβέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐλαβής] …   Dictionary of Greek

  • πανευσεβής — ές, ΜΑ εξαιρετικά ευσεβής, ευσεβέστατος. επίρρ... πανευσεβῶς Μ με πολύ ευσεβή τρόπο, ευσεβέστατα …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵՊԱՐԻՇՏ — ( ) NBH 1 455 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c, 12c, 14c Տ. ԲԱՐԵՊԱՇՏ ըստ ՟Ա եւ ՟Բ նշ. (հակառակն Ամբարշտի.) εὑσεβής, εὑσεβέστατος pius, piissimus *Ամբարիշտ ցուցաք զսատանայ, իսկ բարեպարիշտ՝ զօրէնսն Աստուծոյ (եւ զօրինապահս). Լմբ. սղ.: *Բարեպարիշտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»