Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιαγής

См. также в других словарях:

  • περιάγῃς — περϊάγῃς , περιάγω lead pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγής — περιᾱγής , περιαγής broken in pieces masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγής — ές, Α [περιάγνυμι] 1. ο σπασμένος σε κομμάτια 2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.) 3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.) 4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ …   Dictionary of Greek

  • περιαγῆ — περιᾱγῆ , περιαγής broken in pieces neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιᾱγῆ , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιᾱγῆ , περιαγής broken in pieces masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγεῖς — περϊᾱγεῖς , περιάγνυμι bend and break all round aor subj pass 2nd sg (epic) περιᾱγεῖς , περιαγής broken in pieces masc/fem acc pl περιᾱγεῖς , περιαγής broken in pieces masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγές — περιᾱγές , περιαγής broken in pieces masc/fem voc sg περιᾱγές , περιαγής broken in pieces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριαγής — ές, Α αυτός που έχει καμφθεί ώστε να εφάπτεται με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιαγής «κυρτός, κεκαμμένος»] …   Dictionary of Greek

  • περιαγέες — περιᾱγέες , περιαγής broken in pieces masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγέος — περιᾱγέος , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγέσι — περιᾱγέσι , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγῶν — περιᾱγῶν , περιαγής broken in pieces masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»