Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐσεβ-ής

См. также в других словарях:

  • ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… …   Dictionary of Greek

  • λιμοποιός — λιμοποιός, όν (Α) αυτός που προξενεί λιμό, που στέλνει πείνα («λιμοποιὸς Ζεύς», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ξεσμός — ξεσμός, ὁ (Α) (ως βασανιστήριο) ξύσιμο («μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. μος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»