Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑτέροις

См. также в других словарях:

  • ἑτέροις — ἕτερος D Mort. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θατέροις — ἑτέροις , ἕτερος D Mort. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARCADIA — I. ARCADIA Arcadii Imperatoris filia, infigni pietate. Sozom. l. 9. c. 1. et. 2. II. ARCADIA Peloponnesi regio intima, a mari undique remota, Poetis decantatissima, ab Arcade Iovis filio, sic appellata. Haec, ut Eustath. docet, aliquando dicta… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OECHALIA — oppid. multiplex, Strabo l. 8. οὐ μιᾶς οὔσης. Cum non sit unica tantum Oechalia. Ubi Apollodorum reprehendit, ὅτι μίαν φησί. Ille autem fatebatur, Oechaliam esse multiplicem; sed ex omnibus unam, quae Euriti urbs appellaretur. Oechalias autem 5.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

  • προϊστορώ — έω, Α [προΐστωρ] 1. κάνω έρευνα προηγουμένως 2. αναφέρω ως προεισαγωγή 3. παθ. προϊστοροῡμαι, έομαι αναφέρομαι προηγουμένως («ἡμεῑς τε δόξομεν εὐλόγως ἐφάπτεσθαι τῶν ἤδη προϊστορημένων ἑτέροις», Πολ.) 4. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • σκυταλισμός — ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) 1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.) 2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από… …   Dictionary of Greek

  • συναδικώ — έω, Α 1. αδικώ μαζί με κάποιον («ἵνα μὴ συναδικήσωσιν ἑτέροις», Θουκ.) 2. (ενεργ. και παθ.) αδικώ επιπροσθέτως («ἅπασι τούτοις ὁ θεὸς συνηδίκηται», Δημόσθ.) …   Dictionary of Greek

  • υποκνίζω — ΜΑ μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.) αρχ. 1. ξύνω λίγο 2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν»,… …   Dictionary of Greek

  • υποτύπωση — η / ὑποτύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποτυπῶ/ ώνω] παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα νεοελλ. 1. (τοπογρ.) η απεικόνιση τού εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • φροντίδα — η / φροντίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα τού σπιτιού» β. «ἀλλ οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.) 2. ενδιαφέρον, έγνοια 3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»