-
1 Δημιουργός
Δημιουργός ο1) Творец (о Боге), Демиург:ο Θεός είναι Δημιουργός του κόσμου — Бог – Творец мира;
2) творец (о человеке), создательΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Δημιουργός
-
2 δημιουργός
δημιουργός, οῦ, ὁ (s. δημιουργέω; Hom.+; ins; 2 Macc 4:1; Philo, Joseph.; apolog., exc. Mel.) one who designs someth. and constructs it, craftsworker, builder, maker, creator, also of divine activity (so e.g. Pla., Tim. 28a and c; 29a; 31a al., Rep. 7, 530a; X., Mem. 1, 4, 7; 9; Epict. 2, 8, 21; Maximus Tyr. 41, 4d ὕλην ὑποβεβλημένην δημιουργῷ ἀγαθῷ; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 7, 312, 26; Herm. Wr. 1, 9–11; Damascius, De Principiis §270, II 137 Ruelle; Philo, Op. M. 10, Mut. Nom. 29; Jos., Ant. 1, 155 and 272; 7, 380. On gnostic views s. AHilgenfeld, Ketzergeschichte 1884 index under Demiurg; for later lit. KRudolph, ABD II 1039f), as in our lit. (also TestJob 39:12; ApcEsdr 32:16 Tdf.) throughout: (w. τεχνίτης; cp. Lucian, Icar. 8; Philo, Mut. Nom. 29–31; Orig., C. Cels. 1, 37, 12 al.; w. ποιητής Theoph. Ant. 2, 34 [p. 186, 1]; w. ἄρχων and βασιλεύς Did., Gen. 57, 10) Hb 11:10; Dg 7:2; (w. δεσπότης) ὁ μέγας δ. 1 Cl 20:11; cp. 33:2; Dg 8:7; ὁ δ. τῶν ἁπάντων (Ael. Aristid. 37, 2 K.=2 p. 13 D.; Herm. Wr. 9, 5 θεός, πάντων δημιουργὸς ὤν; Philostrat., Vi. Soph. 2, 5, 11) 1 Cl 26:1; 59:2; (w. πατήρ; cp. Hierocles 1, 417; Herm. Wr. 5, 11; Did., Gen. 22, 4) 35:3.—Harnack, SBBerlAk 1909, 60, 1; TSchermann, TU 34, 2b, 1909, 23; FPfister, SBHeidAk 1914 no. 11, 9; Dodd 136–44 al.; AvdOudenrijn, Demiourgos: diss. Utr. ’51; WTheiler, RAC III ’56, 694–711 (lit.); HWeiss, Untersuchungen z. Kosmologie: TU 97, ’66, 44–52; Kl. Pauly I 1472f.—EDNT. DELG s.v. ἔργον. M-M. TW. Sv. -
3 δημιουργος
эп.-ион. δημιο-εργός ὅ1) мастер, знаток, специалист(οἱ δημιοεργοὴ - μάντις ἢ ἰητέρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὴ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.)
2) ремесленник, мастеровой(ἄνδρες δημιοεργοὴ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὴ οἷον ὑφάντης καὴ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὴ καὴ δημιουργοί Plut.)
πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὀπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Arst. ap. Plut. — (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников;ὄρθρος δ. Hes. — восход, зовущий к труду3) создатель, творец(λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὴ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὴ δ. ὅ θεός NT.)
4) виновник, зачинщик(κακῶν Eur.)
5) (в дор. государствах - высшее должностное лицо) демиург(οἱ ἐν Ἤλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὴ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.)
-
4 Δημιουργός
Δημιουργόςone who works for the people: masc nom sg -
5 δημιουργός
δημιουργόςone who works for the people: masc nom sg -
6 δημιουργός
Grammatical information: m.Meaning: `handicraftsman' (Att.), δημιοεργός (Od., Hdt.). On the meaning Bader, Composés du type Demioergos. Originally a creator, it designated in the Dorian world a magistrate. Also Palmer, Trans. Philol. Soc. 1954, 18-53.Dialectal forms: δημιοργός (Ion.), δαμιοργός (Dor., NWGr., Arc., Boeot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) name of an official.Derivatives: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω with δημιούργημα.Etymology: From *δημιο-Ϝεργός, from δήμια ἔργα with verbal reinterpretation of the second member after the types ψυχο-πομπός; partly from - Ϝοργός. - Further s. δῆμος.Page in Frisk: 1,380Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δημιουργός
-
7 δημιουργός
{сущ., 1}строитель, создатель, творец, мастер (Евр. 11:10).Синонимы: 1217 ( δημιουργός), 5079 ( τεχνίτης).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δημιουργός
-
8 δημιουργός
{сущ., 1}строитель, создатель, творец, мастер (Евр. 11:10).Синонимы: 1217 ( δημιουργός), 5079 ( τεχνίτης).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δημιουργός
-
9 δημιουργός
строитель, создатель, творец, мастер; син. δημιουργός, τεχνίτης.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δημιουργός
-
10 δημιουργός
ός, όν 1. созидающий; творящий;2. (ο) 1) создатель, творец, демиург; основётель; 2) зачинщик (беспорядков); источник, причина (зла) -
11 δημιουργὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δημιουργὸς
-
12 δημιουργός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,1maker, producerCf. HORSLEY 1982, 151; →NIDNTT; TWNT -
13 δημιουργός
[димиургос] ουσ α создатель, творец, автор. -
14 δημιουργός
A one who works for the people, skilled workman, handicraftsman (opp. ἰδιώτης, Pl. Plt. 298c, Prt. 327c, Ion 531c), Od.17.383, 19.135;ἐχάλκευσε ξίφος.. Αιδης δ. ἄγριος S.Aj. 1035
; of medical practitioners, Hp.VM1, Pl.Smp. 186d; but opp. scientific physicians ([etym.] ἀρχιτεκτονικοί), Arist.Pol. 1282a3; of sculptors, Pl.R. 529e; of confectioners and cooks, Hdt.7.31, Men.518.12 (fem.), Antiph.225, Alexandr.Com.3; μέλιτος δ., of the bee, Jul.Or.8.241a; οἱ δ. the artisan class at Athens, Arist.Ath.13.2, Plu.Thes.25; opp. πολιτικοί, Pl.Ap. 23e; δαμιουργοί, = πόρναι, Hsch.2 metaph., maker,ἡ μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δ. Pl.Smp. 188d
; νόμων, πολιτείας, Arist.Pol. 1273b32;λόγων Aeschin. 3.215
; δ. κακῶν author of ill, E.Fr.1059.7;πειθοῦς δ. ἡ ῥητορική Pl. Grg. 453a
; , Arist.Pol. 1329a21; ; ὄρθρος δημιοεργός morn that calls man to work, h.Merc. 98.3 creator, producer,νυκτός τε καὶ ἡμέρας Pl.Ti. 40c
; ; esp. in later philosophy, the Creator of the visible world, Demiurge, [Philol.]21, Hp.Ep.23, Ph.1.632, etc.;ὁ νοῦς ἀπεκύησε ἕτερον νοῦν δ. Corp.Herm.1.9
; also name for μονάς, Theol.Ar.5.24: as Adj., δ. λόγος creative reason, Syrian.in Metaph.7.27.II in many Greek states, title of a magistrate, Th.5.47 ([place name] Mantinea), Epist. Philipp. ap. D.18.157 ([place name] Peloponnesus), Plb.23.5.16 (Achaean League), etc.:—[dialect] Dor. [full] δαμιωργός, IG12(3).174 ([place name] Astypalaea); [full] δαμιουργός, ib. 4.679 ([place name] Hermione); [full] δαμιοργός, ib.5(1).1390.116 (Andania, i B. C.); [full] δαμιεργός, ib.12(3).168 ([place name] Astypalaea):—[dialect] Ion. [full] δημιοργός, ib.12(7).241 ([place name] Amorgos), Michel368.1 ([place name] Samos).—In Arist.Pol. 1275b29 there is a play upon the double meaning.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργός
-
15 δημιουργός
1) auteur2) créateur -
16 δημιουργός
1) stwórca (m) rzecz.2) twórca (m) rzecz. -
17 δημιουργός
1) původce2) strůjce3) stvořitel4) tvůrce -
18 δημιουργός
creatorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δημιουργός
-
19 Κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της τύχης του
• Каждый сам кузнец своего счастьяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της τύχης του
-
20 Δημιουργοί
Δημιουργόςone who works for the people: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)