-
1 συνόδου
σύνοδος 1masc /fem gen sgσύνοδος 2assembly: fem gen sg -
2 καθ-ήκω
καθ-ήκω, herabkommen, bei Aesch. Ch. 448, πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen, D. Cass. 39, 10. – Gew. sich bis wohin erstrecken, von Gegenden u. Landstrichen; zunächst auch hinab, nach dem Meere hin, ἡ γῆ ἐπὶ ϑάλασσαν καϑήκουσα Thuc. 2, 27, ὄρος μέγα ἐς ϑάλ. κατῆκον Her. 7, 22, ἐξήλυσις ἐς ϑάλ. κατήκουσα 7, 130, τὰ τείχη εἰς τὴν ϑάλ. καϑήκοντα Xen. An. 1, 4, 4; πέτραι καϑήκουσαι ἐπ' αὐτὸν ποταμόν 4, 3, 11; Sp., wie Paus. 2, 38, 4; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes, Αὐσχίσαι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ ϑάλασσαν Her. 4, 171; 5, 49; ἐπὶ ποταμόν 4, 178; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καϑήκοντες Thuc. 3, 96; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab, Xen. An. 3, 4, 24, u. ἡ Μηδία καϑήκει πρὸς τὴν Μεσοποταμίαν Pol. 5, 44, 6; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder, Plut. Rom. 3. – Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns, Aesch. 2, 25; τῆς βολῆς καϑηκούσης εἰς αὐτόν Plut. Alcib. 2; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel, Fab. 18; ähnlich Pol. καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, 4, 7, 1, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; so ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt, Arist. H. A. 8, 2; vgl. D. Hal. 2, 5; τῶν χρόνων ἤδη καϑηκόντων Pol. 5, 30, 7. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit, Soph. O. R. 75; πρὸ τοῦ καϑήκοντος χρόνου Aesch. 3, 126, wie αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit, Dem. 59, 80, vgl. 78; ἐν τῇ καϑηκούσῃ ὥρᾳ Arist. H. A. 6, 14. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ Dem. 19, 185, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht, οἷς καϑήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἀϑροίζεσϑαι Xen. An. 1, 9, 7; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit thun, Cyr. 1, 2, 5; τὰ καϑήκοντα ἐφ' ἑαυτὸν ποιεῖν Dem. 10, 37; bes. bei den Stoikern, die Pflicht, D. L. 7, 25; Cic. de off. 1, 3; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider, Pol. 6, 6, 7. – Her. 7, 19 ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
-
3 πρίν
πρίν, Adv. and Conj.,A before, until.[πρῐν 19
times in Hom., Il.2.344, al.; πρῑν in Il.6.81, 13.172, al.; once written [full] πρείν, Leg.Gort.7.40, but [full] πρίν IG12.60.11, 94.9, 114.46, etc.; Trag. and Com. always πρῐν ( πρίν γ' must be read in Ar.Ach. 176).]A Adv. of Time, before, either in the sense of sooner or in that of formerly, erst (implying duration up to a certain time):I of future time, with [tense] fut. Indic.,πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν Il.1.29
, cf. 18.283, Od.2.198, etc.: with Subj. = [tense] fut.,πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα Il.24.551
: with Opt. and κεν, πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο Od.3.117
, cf. 11.330, 14.155, Ar. Pax 1076, 1112: with Opt., Il. 24.800: with Imper., 9.250: with Inf. (expressing a wish), 2.413, (expressing an oath) Od.4.254.II of past time,1 formerly, once,πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο.., νῦν δὲ.. Il.2.112
, v.l. in 9.19, cf. 23.827;πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.4.724
, cf. 3.408.2 formerly (up to a certain point), before, in this sense freq. with Art.,τὸ πρίν γ' ἐκέκαστο Il.5.54
;τὸ πρίν γε.., νῦν δὲ.. 13.105
;νῦν δὲ.. τὸ πρίν γε 16.208
, cf. A.Pr. 443, Hdt.1.129: without Art.,τὰς ἐπιστήμας ἅς ποτε καὶ π. εἴχομεν Pl.Phd. 75e
: with ellipsis of part. γενόμενος, τὰ π. πελώρια (sc. γενόμενα ) the giants of old, A.Pr. 151 (lyr.); τοῦ π. Αἰγέως Aegeus gone before, S.OC69;ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.Ph. 1224
;ἐν τοῖς π. λόγοις Th.2.62
: with part. expressed,τὸ π. γενόμενον τέρας Hdt.8.37
;τοὺς πρὶν φυλαττομένους Pl.R. 547c
, etc.3 hitherto,π. μέν.. B.12.114
; until that time, and so meanwhile, Id.15.13.4 sts. folld. by gen.,π. ὥρας Pi.P.4.43
;π. ἀνηκέστου πάθους J.BJ1.6.1
;π. γενέσεως Thd.Su.42
;π. τῆς συνόδου S.E.M.9.371
;π. φάους Arr.An. 3.18.6
; π. τοῦ βλέψαι, π. τοῦ ἀποθανεῖν, S.E.P.7.162, v.l. in LXX To. 14.15; also πρὶν οὗ c. inf., SIG953.16 (Calymna, ii B.C.); c. indic., Test. ap. D.46.21.B Conj. before, ere: freq. following an antecedent clause with adverbial π. (chiefly in [dialect] Ep.), or its equivalents πρότερον, πρόσθεν, πάρος (poet.), esp. with negat.,οὐδὲ π..., π... Il.1.98
,7.481, Od.19.475;μὴ π..., π... Il.2.355
, E.HF 605;π..., π... Il.2.348
, 8.453, Od.19.586;οὐ πρότερον.., π... Ar.Ec. 620
, And.4.17, D.9.61;μὴ πρότερον.. π... S.Ph. 199
(anap.), Pl.Phd. 62c, Aeschin.1.10;πρότερον.., π... And.4.1
, X.Cyr.5.2.9;οὐ πρόσθεν.., π... Od. 17.9
, X.Cyr.1.4.23;μὴ πρόσθεν.., π... Id.An.1.1.10
;πρόσθε., π. τυχεῖν Pi.P.2.92
;οὐ πάρος.., π... Od.2.128
, Il.5.219; preceded by φθάνω, 16.322, Antipho 1.29, Th.4.79, 104, 6.97, 8.12, X.An.4.1.21, Cyr.2.4.25; sts. folld. byἤ, οὐ.. πρίν γ' ἀποπαύσεσθαι πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα Il.5.288
, cf. 22.266, Hdt.1.136, 165, al.; dub. and perh. always corrupt in [dialect] Att. and X., Th.5.61, Lys.6.11, Isoc.4.19 (v.l.), Lycurg.128, Aeschin.2.132 (v.l.), X.Cyr.1.4.23, An. 4.5.1, but freq. in later Greek, LXX Ge.29.26, etc.I c. inf., the prevailing constr. in Hom., after positive and negative clauses alike: in [dialect] Att. mostly after positive clauses, and always used with them when the action does not or is not to take place: the tense is,I regularly [tense] aor.,a after a positive clause,ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν Il.13.172
, cf. 8.453, 16.322, Od.1.210;Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι 4.668
, cf. Il.6.465, 24.245, Pi.P.2.92.3.9, N.8.19, Hdt.6.119, A.Pers. 712, Ag. 1539 (anap.). S.Ant. 120 (lyr.), Tr. 396, E.Alc. 281, Ar.Eq. 258, al., Antipho 5.67, Th.1.125, X.An.4.1.7, Pl.Prt. 350b, al.; after negat. questions which expect a posit. answer, E.Andr. 1069, Ion 524, Rh. 684, Ar.Ra. 481, etc.b after a negat. clause,οὐδ' ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει, πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην Il.1.98
, cf. 19.423, Od.2.128, 4.747 : after Hom. a negat. antecedent is commonly folld. by πρίν with finite Verb (v. infr. 11); but Inf. is found where π. precedes,π. ἰδεῖν δ', οὐδεὶς μάντις S.Aj. 1419
(anap.);π. μὲν γὰρ κριθῆναι, οὐ ῥᾴδιον ἦν εἰδέναι τὰς αἰτίας And.4.8
;π. νικῆσαι.., οὐκ ἦν.. Lys.19.28
;π. δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε D.3.12
, cf. Lycurg. 135; also,οὔτε.. π. ἱδρῶσαι δεῖπνον ᾑρεῖτο X.Cyr.8.1.38
; also after Verbs of fearing (the positive being the thing dreaded),ὅταν.. δεδίωσι μὴ πρότερόν τι μάθῃς, π. τέλος ἐπιθεῖναι τοῖς πραττομένοις Isoc.5.70
, cf. E.Fr.453.6, S.Tr. 632; in unfulfilled conditions and wishes,οὔθ' ὁ Πλούτωνος κύων οὔθ' οὑπὶ κώπῃ ψυχοπομπὸς ἂν Χάρων ἔσχον π. εἰς φῶς σὸν καταστῆσαι βίον E.Alc. 362
, cf. Rh.61; otherwise not common,ὤφθην οὐδεπώποτε π. ταύτην τὴν συμφορὰν γενέσθαι Lys.19.55
;οὐδὲ παύσεται χόλου.., π. κατασκῆψαί τινα E.Med.94
, cf. HF 605;καί μοι μὴ θορυβήσῃ μηδεὶς π. ἀκοῦσαι D.5.15
, cf. X.Oec.4.24: after neg. opt. with ἄν, οὕτω γένοιτ' ἂν οὐδ' ἂν ἔκβασις στρατοῦ καλή, π. ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι a.Supp.772, cf. Pl.Lg. 769e: after a past tense (in orat. obliq.),ὤμοσαν μὴ π. ἐς Φώκαιαν ἥξειν, π. ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι Hdt.1.165
, cf. 4.9, Th. 7.50, X.HG6.5.23, Pl.Phd. 61a.2 also [tense] pres., to convey a special sense of continuance, effort, or the like , 'before undertaking to', 'before proceeding to',π. ἐξοπλίζειν Ἄρη A.Supp. 702
(lyr.), cf. Ag. 1067;π. νυν τὰ πλείον' ἱστορεῖν.., ἔξελθε S.OC36
, cf. El.20;π. κλαίειν τινά E.Andr. 577
, cf. Or. 1095;π. λέγειν Ar.Th. 380
, cf. Ach. 383, Hdt. 8.3, And.4.1, Th.3.24, Pl.Lg. 666a, X.Cyr.2.4.25, Mem.1.2.40, etc.3 also [tense] perf., after a [tense] fut.,π. τόδ' ἐξηντληκέναι E.Med.79
; after [tense] pres. or [tense] impf., Id.El. 1069, cf. Hdt.3.25;π..., τί μέλλετ'.. ; E.Ph. 1145
;π. καὶ τεθύσθαι Ar.Av. 1034
, cf. V. 1156, Pax 375, Lys. 322 (lyr.), Ra. 1185, X. An.4.1.21, Pl.Tht. 164c, Prt. 320a, etc.; with ἥκειν in [tense] pf. sense, Hdt.6.116;οὐ βουλόμενος διαγωνίσασθαι π. οἱ τοὺς βοηθοὺς ἥκειν Th.5.10
.II with a finite Verb:1 with Ind., chiefly [tense] aor.: not in Hom. (first in h.Ap. 357), who uses Ind. only with πρίν γ' ὅτε, πρίν γ' ὅτε δή, after both posit. and neg. clauses,ἠλώμην.., πρίν γ' ὅτε.. ἤγαγες Od.13.322
;πρίν γ' ὅτε δή με.. κάλεσσεν 23.43
, cf. Il.12.437;οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν.., πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο.. νέφος ἀμφεκάλυψεν Od.4.180
: rarely with [tense] impf., οὐδ' ὧς τοῦ θυμὸν.. ἔπειθον, πρίν γ' ὅτε δὴ θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο ( began to be hit) Il.9.588: freq. after Hom., with [tense] aor.,a after neg. clauses: of a fact in the past,οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν.., πρίν γ' ἐγώ σφισιν ἔδειξα A.Pr. 481
;οὐ πρότερον ἀπανέστη.. Μαρδόνιος, πρὶν ἤ σφεας ὑποχειρίους ἐποιήσατο Hdt.6.45
; ἀλλ' οὐδ' ὣς.. ἠξίωσαν νεώτερόν τι ποιεῖν ἐς αὐτο'ν.., πρίν γε δὴ αὐτοῖς.. μηνυτὴς γίγνεται (histor. [tense] pres. = [tense] aor.) Th.1.132, cf. 3.101, 5.61, Hdt.6.79, Ar.Av. 700, X.Cyr.1.4.23,4.5.13 (histor. [tense] pres.), HG5.4.58, etc.; once in Pl., Phdr. 266a; as part of an unfulfilled condition,οὐκ ἂν κατέσχε δῆμον οὐδ' ἐπαύσατο π. ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.
ap. Arist.Ath.12.5;οὐκ ἂν ἐσκεψάμεθα πρότερον.., πρὶν ἐζητήσαμεν Pl.Men. 86d
, cf. Tht. 165e;χρῆν τοίνυν Αεπτίνην μὴ πρότερον τιθέναι τὸν ἑαυτοῦ νόμον, πρὶν τοῦτον ἔλυσε γραψάμενος D.20.96
; after verbs implying a neg.,ἀμφιγνοεῖν X.An.2.5.33
,θαυμάζειν Th.1.51
,λανθάνειν Id.3.29
; also with [tense] impf.,οὔπω ᾔδει.. π. ἐν τῷ κακῷ ἦν Antipho 1.19
, cf. And.4.17, D.9.61.b after posit. clauses (both combined, A.Pr. 481, Th.1.118), with the sense until,ἠγόμην δ' ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος.., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη S.OT 776
; σπουδαὶ δὲ λόγων ἦσαν ἴσαι πως, πρὶν.. πείθει (histor. [tense] pres.) E. Hec. 131 (anap.);πρίν γ' ὁρᾷ Id.Med. 1173
; freq. folld. byδή, π. δή τις ἐφθέγξατο Id.Andr. 1147
; τὰ περὶ τοὺς ἀγῶνας κατελύθη (neg. idea)ὑπὸ ξυμφορῶν, πρὶν δὴ οἱ Ἀθηναῖοι τότε τὸν ἀγῶνα ἐποίησαν Th.3.104
, cf.7.39 (histor. [tense] pres.), 71.2 with Subj. only after negs. or equiv. of neg., = ἕως or ἢν μή (in Isoc.4.173 ἢν μή and πρὶν ἄν are used almost as synonyms);οὐ καταδυσόμεθ', ἀχνύμενοί περ.., πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ Od.10.175
;μή πω καταδύσεο.., πρίν γ' ἐμὲ.. ἴδηαι Il.18.135
, cf. 190, 24.781;ἀλλ' ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, πρίν γ' ὅτ' ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται Od.2.374
, cf. 4.477: in Prose usu. πρὶν ἄν (πρίν κα Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene)), rarely π. alone, as also πρὶν ἤ:a generally with [tense] aor., to express an action preceding the action of the anteced. clause, the Verb in which is [tense] fut. (or some equiv. of the [tense] fut.) or imper.,οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία, πρὶν ἂν τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ Hdt.4.117
, cf. 1.82 (v.l.), 3.109 (v.l.); νῦν δ' οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων (the sense here is [tense] fut.), , cf. 166 (lyr.), 177 (anap.);οὐ γάρ ποτ' ἔξει τῆσδε τῆς χώρας, πρὶν ἂν.. στήσῃς ἄγων S.OC 909
, cf. 48, 1041, OT 1529, etc.;οὐκ ἂν ἐκμάθοις.., πρὶν ἂν θάνῃ τις Id.Tr.2
;οὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν, πρὶν ἄν σε.. ἔξω βάλω E.Med. 276
, cf. 680, Alc. 1145, IA 324, IT19, 1302;μὴ προκαταγίγνωσκε.., π. ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V. 920
, cf. Ach. 176, 230, X.Hier.6.13, Cyr.1.2.8, An.1. 1.10, 5.7.12, Pl.Phdr. 228c, La. 187e (ἂν added in later codd.), etc.;μηδέν' ὀλβίζειν π. ἀ'ν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ S.OT 1529
(troch.);οὐχὶ μὴ παύσησθε, π. ἄν.. ὑμᾶς τις ἐκτραχηλίσῃ Ar.Lys. 704
: π. withoutἄν, μὴ στέναζε, π. μάθῃς S.Ph. 917
, cf. Ant. 619 (lyr.), Aj. 742, 965, Tr. 608, 946;οὐκ ἔστιν ὅστις αὐτὸν ἐξαιρήσεται.., π. γυναῖκ' ἐμοὶ μεθῇ E.Alc. 849
, cf. Or. 1218, 1357 (lyr.);π. χαρίσωνται Ar.Ec. 629
(s.v.l.);οὐ γὰρ δή σφεας ἀπίει τῆς ἀποικίης, πρὶν δὴ ἀπίκωνται Hdt.4.157
;π. διαγνῶσι Th.6.29
; π... βεβαιωσώμεθα ib.10 (dub.l.);πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ Pl.Phd. 62c
codd.;π. ἐξετάσωσιν Hyp.Eux.4
: πρὶν ἤ (never with ἄν), π. ἢ ἀνορθώσωσι Hdt.1.19
, cf. 136, Pl.Ti. 57b, etc.: with neg. implied,ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος π. ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ Hdt.7.10
.ή; αἰσχρὸν ἡγοῦμαι πρότερον παύσασθαι, π. ἂν.. ψηφίσησθε Lys. 22.4
;ὅστις οὖν οἴεται τοὺς ἄλλους πράξειν τι.., π. ἂν.. διαλλάξῃ, λίαν ἁπλῶς ἔχει Isoc.4.16
(where ὅστις οὖν οἴεται = οὐ δεῖ οὔεσθαι, as is shown by ἀλλὰ δεῖ in the next sentence, cf. D.38.24).b less freq. (never in Hom.) with [tense] pres. subj.: μήπω π. ἂν τῶν ἡμετέρων ἀΐῃς (the Verb has no [tense] aor.) (anap.);ὁ νομοθέτης τὰ διδασκαλεῖα ἀνοίγειν ἀπαγορεύει μὴ πρότερον π. ἂν ὁ ἥλιος ἀνίσχῃ Aeschin.1.10
, cf. Antipho 1.29, X.Cyr.2.2.8, Pl.Phdr. 271c.3 πρίν with Opt.:a representing subj. after histor. tenses,οὐκ ἔθελεν φεύγειν π. πειρήσαιτ' Ἀχιλῆος Il.21.580
; πρίν γ' ὅτε, as with subj., 9.488;ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα π. φράσαιμί σοι τὸν πλοῦν ποεῖσθαι S. Ph. 551
, cf. Th.3.22, X.Cyr.1.4.14, HG6.5.19 (cf. 2.4.18), An.1.2.2, Pl.Ap. 36c, etc.b by assimilation,ὄλοιο μήπω π. μάθοιμι S.Ph. 961
, cf. Tr. 657 (lyr.); οὐδὲ γὰρ εἰδείης (potential opt.)..π. πειρηθείης Thgn.126
; after opt. withἄν, οὐκ ἂν πρότερον ὁρμήσειε π. βεβαιώσαιτο Pl.Lg. 799d
, cf. S.OT 505 (lyr.).4 π. ἄν c. opt. is doubtful, and (if not corrupt) due to the change required by orat. obl.,ἀπαγορευόντων τῶν φίλων τῶν ἐμῶν μὴ ἀποκτείνειν τὸν ἄνδρα, πρὶν ἄν ἐγὼ ἔλθοιμι Antipho 5.34
(s.v.l.), cf. X.HG2.3.48, 2.4.18. -
4 ἡγέομαι
Aἁγώμενος Hymn.Curet.4
), [tense] impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., [dialect] Ion.- εύμην Hdt.2.115
,ἡγέοντο Id.9.15
: [tense] fut.ἡγήσομαι Il.14.374
, etc.: [tense] aor. 1ἡγησάμην Od.14.48
, etc.: [tense] aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): [tense] pf.ἥγημαι Hdt.1.126
, 2.115,ἅγημαι Pi.P.4.248
:—go before, lead the way,ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125
;ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300
, etc.;πρόσθεν δὲ.. Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96
;ἡγοῦ πάροιθε E. Ph. 834
;ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65
;ἐς τεῖχος Il.20.144
;κλισίηνδε Od.14
. 48, cf. Hdt.2.93, etc.;ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5
: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al.b c. dat. pers.,Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101
;ἐκ Δουλιχίου.. ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397
; ;ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2
.c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263;ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15
.d c. acc. loci, ἥ οἱ.. πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82;ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp. 501
.e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23.f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr. 241, Phlp. in GC195.13, in Ph.496.14.g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47.2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing,θεῖος ἀοιδὸς.. ἡμῖν ἡγείσθω.. ὀρχηθμοῖο Od.23.134
; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d;ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg. 730c
;ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1
, cf. Call.Del. 313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25;φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men. 97c
;ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15
: also,τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd. 281a
.3 c. dat. rei, to be leader in.., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.4 c. acc. rei, lead, conduct,ἡ. τὰς πομπάς D.21.174
; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; : with adverbial acc.,ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99
.5 part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA 713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Id.Fr.74.II lead, command in war, c. dat.,νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169
, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687;ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211
;ἡ. Μῄοσιν 2.864
; ;ἑτέροις Lys. 31.17
, cf. X.An.5.2.6;ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180
: also generally,πόλει E.Fr.282.24
; but usu. c. gen.,Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ'.. ἐπικούρων Il.12.101
;ἡγήσατο λαῶν 15.311
, cf. 2.567, al.;ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10
; : abs., to be in command, Id.16.21, etc.2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148;οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1
: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, S. Ph. 386, cf. A.Ag. 1363;ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς
leading men,Act.Ap.
15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al.3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president,συνόδου PGrenf.2.67.3
(iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.);ἱερέων PLond. 2.281.2
(i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).b of Roman governors, ἡ. ἔθνους,= Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.);ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44
.c of subordinate officials,ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19
(i A.D.);κώμης PRyl.125.3
(i A.D.).III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in [tense] pf. ἥγημαι, [ per.] 3pl. ἡγέαται), etc.;ἡ. τι εἶναι Id.1.126
, al.;ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν.. πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC 278
, cf. Th.2.89, Ar.Nu. 1020 (lyr.), etc.2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; ; , cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph. 1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ.. τὰ ψευδῆ λέγειν; ib. 108, cf. Ant. 1167;τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10
;περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115
;περὶ πλείονος Isoc.19.10
;περὶ πλείστου Th.2.89
;περὶ οὐδενός Lys.7.26
; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., .3 esp. of belief in gods,τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40
, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec. 800, Ba. 1326;δαίμονας ἡ. Pl.Ap. 27d
.4 ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ .. Th.2.42 (s.v.l.);ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114
(ii A.D.);ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt. 346b
.IV [tense] pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον being led, Hdt.3.14 ( ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. ( sāg-, cf. Lat. praesagio.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγέομαι
-
5 καθήκω
καθ-ήκω, herabkommen; πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen. Gew. sich bis wohin erstrecken (von Gegenden u. Landstrichen); zunächst auch hinab, nach dem Meere hin; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder. Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel; καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit; αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit tun; bes. bei den Stoikern: die Pflicht; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider; ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
См. также в других словарях:
συνόδου — σύνοδος 1 masc/fem gen sg σύνοδος 2 assembly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
ACCLAMATIO — applausus sestâ vociferatione a Populo repetitus, occurrit l. 1. C. de Quaestor. et Magistr. officior. Qui Quaesturae honore viguerunt, acclamatione solitâ excipiantur. Item l. 3. in br. C. de offic. Rect. provinc. Similiter iustissimos et… … Hofmann J. Lexicon universale
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
συνοδικός — ή, ό / συνοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοδος] αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης νεοελλ. 1. αστρον. όρος χρησιμοποιούμενος κατά τη μελέτη των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων τού ηλιακού συστήματος στην περίπτωση όλων τών κατά πλάτος… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek