-
1 κραταίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπους
-
2 καρταῖπος
Grammatical information: n.Meaning: `larger cattle, beasts' (Gortyn), plur. καρταί-ποδα (Gortyn) as τετρά-ποδα (sg. τετρά-πος Gortyn).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Innovation to m. *καρταί-πως for καρταί-πους (Pi.) = κραταί-πους `with strong feet' (Hom. Epigr.); Schwyzer 580 n. 6, Sommer Nominalkomp. 29 n. 1, 31f. - To this, as short form, κάρτην (for - ταν) την βοῦν. Κρῆτες H.; s. Bechtel Dial. 2, 787, Fraenkel Glotta 35, 86ff. and Μνήμης χάριν 1, 101; but the gloss is prob. corrupt (Latte s.v. and p. 815).Page in Frisk: 1,793-794Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρταῖπος
См. также в других словарях:
χαλαίπους — ουν, Α αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταί πους] … Dictionary of Greek
μεγαλόπους — μεγαλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μεγάλα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πούς (πρβλ. κραταί πους)] … Dictionary of Greek
κραταίπους — κραταίπους, ουν (Α) αυτός που έχει δυνατά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί πους, ωκύ πους)] … Dictionary of Greek