Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀδάματος

См. также в других словарях:

  • αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀδάματος — unconquered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάματον — ἀδάματος unconquered masc/fem acc sg ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαμάτοις — ἀδάματος unconquered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάματ' — ἀδάματα , ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc pl ἀδάματε , ἀδάματος unconquered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»