-
1 αδάματος
-
2 ἀδάματος
-
3 ἀδάματος
ἀδάμ-ᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδάματος
-
4 αδάματ'
ἀδάματα, ἀδάματοςunconquered: neut nom /voc /acc plἀδάματε, ἀδάματοςunconquered: masc /fem voc sg -
5 ἀδάματ'
ἀδάματα, ἀδάματοςunconquered: neut nom /voc /acc plἀδάματε, ἀδάματοςunconquered: masc /fem voc sg -
6 αδάματον
-
7 ἀδάματον
-
8 αδαμάτοις
-
9 ἀδαμάτοις
-
10 πέσημα
A fall, A.Supp. 937, S.Aj. 1033, E.Ba. 588 (lyr.), al.; μόσχος ἀδάματον πέσημα δίκε, = μόσχος ἀδάματος ἔπεσε, Id.Ph. 640 (lyr.); τὸ οὐρανοῦ π., i.e. the Palladium, Id.IT 1384; πεσήματα νεκρῶν dead corpses, Id.Andr. 652 ; Κόδρου τοῦτο π. place where K.fell, IG3.943: rare in Prose, breach in a wall, Aen. Tact.32.12. -
11 ἀδμής
2 of animals, unbroken,ἡμίονοι.. ἀδμῆτες Od.4.637
.3 c. gen., ἀδμᾶτες νούσων unsubdued by.., B.Fr.19. -
12 ἄδμητος
A unbroken,βοῦν ἦνιν.. ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293
, Od.3.383;ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266
; ἡμίονον ib. 655.2 unwedded, of maidens,παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82
, cf. 133, A.Supp. 149; of Artemis,τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El. 1239
(lyr.); of Atalanta,τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC 1321
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄδμητος
См. также в других словарях:
αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε … Dictionary of Greek
ἀδάματος — unconquered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάματον — ἀδάματος unconquered masc/fem acc sg ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάτοις — ἀδάματος unconquered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάματ' — ἀδάματα , ἀδάματος unconquered neut nom/voc/acc pl ἀδάματε , ἀδάματος unconquered masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek