-
1 ζεύγη
ζεύ̱γη, ζεῦγοςyoke of beasts: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ζεύ̱γη, ζεῦγοςyoke of beasts: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 βοεικός
A = βόειος, of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Th.4.128, X.An.7.5.2, cf. Ar.Fr. 109;κρέας β. Poll.6.55
:—the form [full] βοϊκός, freq. in codd. as in D.H.8.87, is censured by Hdn.Gr.2.416, but cf.ἱερεῖον βοϊκόν Milet.1(7).203a
(i B. C.);θυσία βοϊκή Inscr.Prien. 112.109
(i B. C.); βοϊκά, = oxen, GDI 1158 ([place name] Elis);β. κτήνη BGU1189.12
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοεικός
-
3 ζευγίτης
A yoked in pairs,ζευγίτιδες ἵπποι Call.Ap.48
;ἡμίονοι ζευγῖται D.S.17.71
; of soldiers, in the same rank, Plu.Pel.23; κάλαμος ζ. a reed of which were made the mouthpieces of the double flutes ([etym.] ζεύγη), Thphr.HP4.11.3.II ζευγῖται, οἱ, the third of Solon's four classes of Athenian citizens, so called from their being able to keep a team ([etym.] ζεῦγος) of oxen, Arist.Pol. 1274a20, Ath.4.3, Lexap.D.43.54, IG12.45.40, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευγίτης
-
4 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
5 καταμερίζω
A cut in pieces, [ τὸν Πλοῦτον]εἰς πολλά Luc.Tim.12
;λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13
: metaph., :—[voice] Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65.2 distribute,τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4
; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— [voice] Med.,ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμερίζω
-
6 παροξύνω
Aπαρωξυκέναι Plb.31.1.3
, butπαρωξυγκέναι J. AJ11.6.7
:—[voice] Pass., [tense] pf.παρώξυμμαι Lys.4.8
, Men.Sam. 276 :—urge, spur on, stimulate, τινα X.Cyr.6.2.5, etc.; [τινὰ] πρὸς τὰ καλά Id.Mem. 3.3.13
;ὲπὶ τὸν πόλεμον Isoc.5.3
, cf. Epicur.Nat.54G.; τὰ ζεύγη πρὸς ; τινα c. inf., Isoc. 12.37 ;κινδυνεύειν X. Mem.3.5.3
; opp. ἀποτρέπω, D.21.37.2 provoke, irritate,πατρὸς μὴ π. φρένας E.Alc. 674
; ξὺν κατηγορίᾳ π. Th.1.84 :—[voice] Pass., to be provoked, τινι at a thing, Id.5.99 ;διά τινα Id.6.56
; (Egypt, iii B. C.), Plb.4.7.5 ;πρός τι X.HG6.4.6
, D.57.2 ;πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol. 1302a39
; ὑπό τινος Lys.l.c. ;κατὰ τῶν πολιτῶν Plu. Them.31
: c. dat., Lycurg.87 (s.v.l.), D.S.10.11 : c. inf., τίς οὐκ ἂν παροξυνθείη πολεμεῖν; Isoc.5.101 :—[voice] Pass., of sicknesses, growvirulent,π. οἱ πυρετοί Hp.VM6
.II = παροξυτονέω, Ath.11.485a :—[voice] Pass., A.D.Adv. 189.28, al., Gal.18(2).167, Ath.7.323c.III intr., hasten. Peripl.M.Rubr. 20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροξύνω
-
7 ποδεῖον
A sock or legging, puttee (expld. byεἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128
): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.;ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδεῖον
-
8 πολεμιστήριος
A of or for a warrior,ἵπποι Hdt.1.192
(v.l. πολεμιστέων), X.Ages.9.6, cf. D.42.24; βοή, θώραξ π., Ar. Ach. 572, 1132; π. ἅρματα war-chariots, Hdt.5.113, X.Cyr.6.1.29; ; (Eresus, ii/i B.C.), cf. Supp.Epigr.4.267 ([place name] Panamara);ζεύγη D.S.1.54
;παρασκευή Plu.
l.c.; ἐλᾶν τὰ π. drive the war-chariots (in a race), Ar.Nu.28, cf. IG22.2311.58, and πολεμιστής fin.; ἅρμα π. ib.2316.56.II τὰ π., = τὰ πολεμικά, Pl.Criti. 119b, X.Cyr.8.8.26.III -ήριος, ὁ, = sq., Nic. Dam.4J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμιστήριος
-
9 ταυρικός
2 neut. ταυρικόν, τό, ox-team for ploughing, PStrassb.32.17 (iii A.D.), PGen.76.6 (iii/iv A.D.), PFay.131.17 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυρικός
-
10 τριπτήρ
A pestle,καρπὸν.. λειαίνειν τριπτῆρι Nic. Th.95
, cf. Fr.70.15; mortar for grinding ψιμύθιον, Thphr.Lap.56; board under the screw of a wine- or oil-press, Nic.Al. 494, cf. AB 308.II vat into which wine or oil runs after being pressed out, Is.Fr.24, cf. Poll.7.151; τ. δικῶν ( παρὰ προσδοκίαν for ἐλαῶν), of a συκοφάντης treated as an ἄγγος, Ar.Ach. 937.3 = ἀκόνη, AB308.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπτήρ
-
11 φαρμακηρός
2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρμακηρός
-
12 ὑπολύω
A loosen beneath or below, ὑπέλυσε δὲ γυῖα made his limbs give way under him (by giving him a deadly wound), Il.15.581;πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσε Od.14.236
; ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα γυῖα made courage and strength fail, Il.6.27; of wrestlers,ὑπέλυσε δὲ γυῖα 23.726
:—[voice] Pass.,ὑπέλυντο δὲ γυῖα 16.341
; λύθεν δ' ὑπὸ φαίδιμα γυῖα ib. 805;ὑπολύεταί μου τὰ γόνατα Ar.Lys. 216
.II loose from under the yoke,ὁ δ' ἔλυεν ὑφ' ἵππους Il.23.513
, cf. Od.4.39;ὑ. ζεύγη βοεικά Th.4.128
; loose from under the sheep,ἑταίρους Od.9.463
:—[voice] Med., σὺ τόν γ'.. ὑπελύσαο δεσμῶν thou didst set him free from bonds, Il.1.401.2 untie a person's sandals from under his feet, take off his shoes,ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι A.Ag. 944
;τὰς Περσικάς Ar.Nu. 152
, cf. Th. 1183:—[voice] Med., take off one's own sandals or shoes, or have them taken off,τὰς ἐμβάδας Id.V. 1157
(prob. cj. for ὑποδύου): abs., ὑπολύεσθαι, opp. ὑποδεῖσθαι, Id.Lys. 950, Pl. 927, cf. X.An.4.5.13:—alsob c. acc. pers., ὑ. τινά unshoe him, take off his shoes,οὐχ ὑπολύσεις αὐτόν; Pherecr.153.6
(hex.);ὑπολύετε, παῖδες, Ἀλκιβιάδην Pl.Smp. 213b
.3 [voice] Med., disarm oneself, Ael.VH14.48 (v.l. ἀπελύσατο). -
13 ζεῦγος
ζεῦγος, ους, τό① a team of two draft animals joined by a common frame, yoke, team, ζεῦγος βοῶν (Hom. et al.; Diod S 14, 18, 5; Arrian, Anab. 2, 3, 2; PPetr III, 31, 5 [240 B.C.]; 3 Km 19:21; Job 1:3, 14; 42:12; TestAbr A 2 p. 78, 14 [Stone p. 4]; TestJob 10:5 al.; cp. Jos., Ant. 8, 353; 12, 192) Lk 14:19. Unless the author intends to emphasize that the ten oxen (ζεύγη πέντε) were being sold as well-trained working animals, the term can also have the more general mng. 2 (in both senses it is a loanw. in rabb.).② pair (Aeschyl., Ag. 44; Hdt. 3, 130; X., Oec. 7, 18; OGI 533, 6; 47; POxy 267, 6 [36 A.D.] ἐνωτίων ζ.; BGU 22, 31 [114 A.D.] ζ. ψελλίων) ζ. τρυγόνων a pair of turtle doves Lk 2:24 (Lev 5:11. Of doves also Sb 7814, 21; 24 [256 A.D.]).—DELG s.v. ζεύγνυμι II; Frisk s.v. ζεῦγος. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ζεύγη — ζεύ̱γη , ζεῦγος yoke of beasts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζεύ̱γη , ζεῦγος yoke of beasts neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… … Dictionary of Greek
καρυότυπος — Τυποποιημένη ταξινόμηση των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, ανά ζεύγη –σε περίπτωση πολυπλοειδίας– και ανάλογα με το μέγεθος. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα κύτταρα είναι διπλοειδικά και περιέχουν 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων (τα οποία αριθμούνται … Dictionary of Greek
πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… … Dictionary of Greek
δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… … Dictionary of Greek
καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
μυριάποδα — (myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει… … Dictionary of Greek