-
1 Αγροτέρα
Ἀγροτέρᾱ, Ἀγροτέρηfem nom /voc /acc dual (doric)Ἀγροτέρᾱ, Ἀγροτέρηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀγροτέρᾱͅ, Ἀγροτέρηfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αγροτέρα
ἀγροτέρᾱ, ἀγρότεροςwild: fem nom /voc /acc dualἀγροτέρᾱ, ἀγρότεροςwild: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγροτέρᾱͅ, ἀγρότεροςwild: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 αγρότερα
-
4 ἀγρότερα
-
5 ἀγροτέρα
Βλ. λ. αγροτέρα -
6 ἀγροτέρᾳ
Βλ. λ. αγροτέρα -
7 Ἀγροτέρα
Βλ. λ. Αγροτέρα -
8 Ἀγροτέρᾳ
Βλ. λ. Αγροτέρα -
9 Αγροτέρας
Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem acc pl (doric)Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem gen sg (attic doric aeolic) -
10 Ἀγροτέρας
Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem acc pl (doric)Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem gen sg (attic doric aeolic) -
11 αγροτέρας
ἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem acc plἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἀγροτέρας
ἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem acc plἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 Αγροτεράων
-
14 Ἀγροτεράων
-
15 Αγροτέραν
-
16 Ἀγροτέραν
-
17 αγροτεράων
-
18 ἀγροτεράων
-
19 αγροτέραν
-
20 ἀγροτέραν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀγροτέρα — Ἀγροτέρᾱ , Ἀγροτέρη fem nom/voc/acc dual (doric) Ἀγροτέρᾱ , Ἀγροτέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρα — ἀγροτέρᾱ , ἀγρότερος wild fem nom/voc/acc dual ἀγροτέρᾱ , ἀγρότερος wild fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγροτέρᾳ — Ἀγροτέρᾱͅ , Ἀγροτέρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρᾳ — ἀγροτέρᾱͅ , ἀγρότερος wild fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότερα — ἀγρότερος wild neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγροτέρας — Ἀγροτέρᾱς , Ἀγροτέρη fem acc pl (doric) Ἀγροτέρᾱς , Ἀγροτέρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρας — ἀγροτέρᾱς , ἀγρότερος wild fem acc pl ἀγροτέρᾱς , ἀγρότερος wild fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АГРОТЕРА — • Άγροτέρα, см. Άρτεμις и Attica, 13., Артемида и Аттика … Реальный словарь классических древностей
Ἀγροτεράων — Ἀγροτερά̱ων , Ἀγροτέρη fem gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτεράων — ἀγροτερά̱ων , ἀγρότερος wild masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγροτέραν — Ἀγροτέρᾱν , Ἀγροτέρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)