Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀγροτέρα

См. также в других словарях:

  • Ἀγροτέρα — Ἀγροτέρᾱ , Ἀγροτέρη fem nom/voc/acc dual (doric) Ἀγροτέρᾱ , Ἀγροτέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέρα — ἀγροτέρᾱ , ἀγρότερος wild fem nom/voc/acc dual ἀγροτέρᾱ , ἀγρότερος wild fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγροτέρᾳ — Ἀγροτέρᾱͅ , Ἀγροτέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέρᾳ — ἀγροτέρᾱͅ , ἀγρότερος wild fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρότερα — ἀγρότερος wild neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγροτέρας — Ἀγροτέρᾱς , Ἀγροτέρη fem acc pl (doric) Ἀγροτέρᾱς , Ἀγροτέρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτέρας — ἀγροτέρᾱς , ἀγρότερος wild fem acc pl ἀγροτέρᾱς , ἀγρότερος wild fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АГРОТЕРА —    • Άγροτέρα,          см. Άρτεμις и Attica, 13., Артемида и Аттика …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀγροτεράων — Ἀγροτερά̱ων , Ἀγροτέρη fem gen pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροτεράων — ἀγροτερά̱ων , ἀγρότερος wild masc/fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγροτέραν — Ἀγροτέρᾱν , Ἀγροτέρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»