Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔκαμψα

См. также в других словарях:

  • ἔκαμψα — κάμπτω kam̃p as aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔκαμψ' — ἔκαμψα , κάμπτω kam̃p as aor ind act 1st sg ἔκαμψε , κάμπτω kam̃p as aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτω — κάμπτω, έκαμψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»