Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεκαμμένος

См. также в других словарях:

  • κεκαμμένος — κάπτω gulp down perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτομαι — κάμπτομαι, κάμφθηκα, (κεκαμμένος) βλ. πίν. 12 Σημειώσεις: κάμπτομαι : η μτχ. κεκαμμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ σε στάση, σε θέση κάμψης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγκοίνη — η (Α ἀγκοίνη) (από τη ρίζα ἀγκ *) κεκαμμένος βραχίων, λυγισμένο χέρι, μόνο στον πληθ. (Ιλ. Ξ 213) καθετί που περιβάλλει σφιχτά (Ανθολ. Παλ. 9, 138) …   Dictionary of Greek

  • ανάκλαστος — η, ο (Α ἀνάκλαστος, ον) [ἀνακλῶ] ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση αρχ. λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα …   Dictionary of Greek

  • γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… …   Dictionary of Greek

  • κλιτοκύβη — (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και …   Dictionary of Greek

  • κμέλεθρον — κμέλεθρον, τὸ (Α) δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < *κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε …   Dictionary of Greek

  • κυπτάζω — (AM κυπτάζω) σκύβω συνεχώς και για πολύ ώστε να βλέπω κάτι καλά από κοντά, καραδοκώ, παραμονεύω («τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν», Αριστοφ.) αρχ. 1. μαζεύομαι, ζαρώνω 2. είμαι κεκαμμένος, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, κατά τα ρ.… …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»