-
1 κεκαμμενος
-
2 κεκαμμένος
κάπτωgulp down: perf part mp masc nom sg -
3 κάμπτω
Aκάμψω Il.7.118
, S.OC91: [tense] aor. 1ἔκαμψα Od.5.453
, Pi.P.2.51, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.καμφθήσομαι D.Chr.77.33
, Gal.UP2.15: [tense] aor. , Th.3.58: [tense] pf. inf.κεκάμφθαι Hp.Art.67
, part.κεκαμμένος Arist.Metaph. 1016a12
, ([etym.] ἐπι-, συγ-) Hp.Prog.3, X. Eq.7.2. (Cogn. with Lith. ka[mtilde]p-as 'corner', ku[mtilde]p-as 'curved', and prob. Lat. campus):—bend, curve, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ that he may bend it into a chariot-rail, Il.4.486 (so metaph.,κ. νέας ἁψῖδας ἐπῶν Ar.Th.53
): freq. in phrase, γόνυ κ. bend the knee so as to sit down and rest,φημί μιν ἀσπασίως γόνυ κάμψειν Il.7.118
, cf. 19.72; ; οὐ κάμπτων γόνυ, i.e. never resting, A.Pr.32; ἄσμενός τἂν.. κάμψειεν γόνυ ib. 398;ἵζω.. κάμψας γόνυ E.Hec. 1150
; soκ. κῶλα S.OC19
; then κάμπτειν alone, sit down, rest, ib.85, E.Hec. 1080(lyr.); also γόνυ κ. bend the knee in worship, LXXIs.45.23, etc.:—[voice] Pass., bend oneself, opp. ἐκτείνεσθαι, Pl.Ti. 74b; ; ἡ κεκαμμένη (sc. γραμμή ) a bent line, Arist.Metaph.l.c.II turn or guide a horse or chariot round the turning-post (cf.καμπτήρ 11
), κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν to double the post and return along the second half of the δίαυλος, A.Ag. 344;κ. δρόμον B. 9.26
; κάμπτοντος ἵππου as the horse was turning, S.El. 744;κ. περὶ νύσσαν Theoc.24.120
: metaph., κ. βίον to make the last turn in the course of life, S.OC91;κ. βίου τέλος E.Hipp.87
, El. 956;ὅταν κάμψῃς καὶ τελευτήσῃς βίον Id.Hel. 1666
; ἑξηκοστὸν ἥλιον κ. Herod.10.1; διὰ λόγου κάμψαι κακά to end evils by reasoning, E.Supp. 748.2 of seamen, double a headland,Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.42
; τὸ ἀκρωτήριον, τὴν ἄκρην, Id.4.43, 7.122; , cf. Aeschrio 8.3; Μαλέαν κ. Poet. ap. Str.8.6.20, D.S.13.64, etc.;κ. περὶ ἄκραν Ar.Ach.96
; κ. κόλπον wind round the bay, Hdt.7.58.3 abs., πάλιν κ. turn back, E.Ba. 1225, Rh. 234 (lyr.); ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις φρενῶν ( κάμπτῃ codd.) thou comest near my meaning, Id.IT 815.III in Music, κάμπτων με καὶ στρέφων ὅλην διέφθορεν (sc. Phrynis) with his turns and twists, Pherecr.145.15;κ. καμπήν Ar.Nu. 969
;κ. ᾠδάς Philostr.VA4.39
.IV metaph., κάμπτειν τινά bow down, humble, Pi.P.2.51;ὁ Χρόνος μ' ἔκαμψε Crates Theb.17
:—[voice] Pass., to be bent or bowed down, , 308, cf. 513; κάμπτομαι I submit, Pl.Prt. 320b, etc.; ; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται are warped, Id.Tht. 173b: abs., to be moved to pity, Th.3.58 (in fullκ. εἰς ἔλεον Lib.Or. 59.85
). -
4 κατακάμπτω
A bend down, so as to be concave, ἐξ ὀρθοῦ κ. Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib. 36b; κ. τὰς στροφάς, v. στροφή 1.3:—[voice] Pass., opp. ἀνακάμπτομαι, Arist.Mete. 386a1;φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν -ομένη Gal.15.530
: [tense] pf. part. [voice] Pass. - κεκαμμένος bending over, cj. in Thphr.HP3.18.8.III metaph., κ. ἐλπίδας bend down, overthrow hopes, E.Tr. 1252 (Burges, - γναψε codd., anap.):—[voice] Pass., to be bent (by entreaty), Aeschin.1.187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακάμπτω
См. также в других словарях:
κεκαμμένος — κάπτω gulp down perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτομαι — κάμπτομαι, κάμφθηκα, (κεκαμμένος) βλ. πίν. 12 Σημειώσεις: κάμπτομαι : η μτχ. κεκαμμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ σε στάση, σε θέση κάμψης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκοίνη — η (Α ἀγκοίνη) (από τη ρίζα ἀγκ *) κεκαμμένος βραχίων, λυγισμένο χέρι, μόνο στον πληθ. (Ιλ. Ξ 213) καθετί που περιβάλλει σφιχτά (Ανθολ. Παλ. 9, 138) … Dictionary of Greek
ανάκλαστος — η, ο (Α ἀνάκλαστος, ον) [ἀνακλῶ] ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση αρχ. λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα … Dictionary of Greek
γυριστός — ή, ό (Μ γυριστός, ή, όν) 1. θολωτός 2. περιστροφικός νεοελλ. 1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος 2. ελικοειδής, στριφτός 3. «γυριστό κλειδί» αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές 4. το θηλ … Dictionary of Greek
ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… … Dictionary of Greek
κλιτοκύβη — (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και … Dictionary of Greek
κμέλεθρον — κμέλεθρον, τὸ (Α) δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < *κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε … Dictionary of Greek
κυπτάζω — (AM κυπτάζω) σκύβω συνεχώς και για πολύ ώστε να βλέπω κάτι καλά από κοντά, καραδοκώ, παραμονεύω («τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν», Αριστοφ.) αρχ. 1. μαζεύομαι, ζαρώνω 2. είμαι κεκαμμένος, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, κατά τα ρ.… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος … Dictionary of Greek