-
1 στρατός
στρατός, ὁ (στορέννυμι), Lager, Feldlager, Heerlager, gew. das Kriegsheer, Kriegsvolk; οὗτος ἀπὸ στρατοῠ ἔρχεται, Il. 10, 341; ἀγγελίην στρατοῠ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, Od. 2, 30. 42, ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ, Il. 15, 296, u. sonst oft, wie Hes., στρατόφι, Il. 10, 347, στρατὸν ἐλαύνων, Pind. Ol. 11. 66; ἁρμόζειν, N. 8, 11. u. oft, wie Tragg.: στείλας στρατόν, Aesch. Pers. 173; στρατὸς γὰρ πᾶς ὄλωλε βαρβάρων, 251; Γιγάντων, Soph. Trach. 1048; die ganze Versammlung, El. 739, vgl. Tr. 797; ναυσιπόρος, Eur. Rhes. 48; in Prosa gew. das Heer; νηΐτης Thuc. 4, 85, ναυτικός 7, 71. – Auch ohne Beziehung auf den Krieg, S haar, Volksmenge, Tragg.: τὸ σὸν πόλισμα καὶ στρατὸν τεύξω μέγαν, Aesch. Eum. 638, vgl. 849, öfter.
-
2 φῦλον
φῦλον, τό (φύω, eigtl. von Natur zusammengehörig und sich von Andern nach der Art, nach dem Vaterlande od. nach der Blutsverwandtschaft unterscheidend), bei Hom. u. Hes. nur im nom. u. accus. vorkommend, – Stamm, Geschlecht, Gattung, Art; von allen lebenden Wesen; oft bei Hom. u. Hes.; φῠλον ϑεῶν Il. 5, 441; Hes. Th. 202; ϑεάων 965; ἀοιδῶν Od. 8, 481; ἀϑανάτων Hes. O. 201; γυναικῶν Th. 1020 Sc. 4; Ὅμηρος καὶ Ἡράκλειτος καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον φῦλον Plat. Theaet. 160 d; κηρυκικόν Polit. 260 d; – gew. im plur., eine Menge von einer und derselben Gattung bezeichnend, Schaar, Schwarm; φῦλα ϑεῶν Il. 15, 54. 161. 177; φῦλα ἀνϑρώπων 14, 361 Od. 3, 282 u. öfter; φῦλα γυναικῶν Il. 9, 130. 272; ἐπικούρων 17, 220; φῦλα γιγάντων Od. 7, 206; auch ein Mückenschwarm, Il. 19, 30; ὀρνίϑων Soph. Ant. 342; πτηνῶν Ar. Av. 1088; ϑηρῶν 779; u. so Plat. Tim. 91 d; τὸ πτηνὸν φῦλον, Soph. 220 a; aber Hes. frg. 22 soll φῠλα μελισσέων von einer Biene, als Umschreibung von μέλισσα gesagt sein. – Im engern Sinne, Volksstamm, Volk, Nation; φῦλα Πελασγῶν Il. 2, 840; Aesch. Prom. 809; πολλὰ βροτῶν διαμειβομένα φῦλα Suppl. 539. – Und im engsten Sinne, Stamm, Geschlecht, κατὰ φῦλα, neben κατὰ φρήτρας, allgemeiner als dieses zu fassen, nach Stämmen, Il. 2, 362; φῦλον Ἑλένης, Ἀρκεισίου, Od. 14, 68. 181; μα ταιότατον φῦλον Pind. P. 3, 21.
-
3 κλόνος
κλόνος, ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖϑις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησϑεὶς ἐταράχϑης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.
-
4 ἀμάω
ἀμάω, mähen, Hom. viermal, Iliad. 18, 551 ἔριϑοι ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες; 24, 451 καϑύπερϑεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφονλειμωνόϑεν ἀμήσαντες; Od. 9, 135 μάλα κεν βαϑὺ λήιον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμῷεν, v. l. Scholl. ἀμμοῷεν, Dindf. voluit aut ἀμμῷεν vcl ἀμόῳεν; med. Od. 9, 247 von der Käsebereitung ἥμισυ μὲν ϑρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέϑηκεν, Scholl. erkl. συναγαγών u. geben die v. l. πονησάμενος; – τὸν σῖτον Her. 6, 28; ϑὲρος Ar. Equ. 392; nach Atticisten attisch für ϑερίζειν; übertr., erndten, sammeln, Aesch. Ag. 1014; καλῶς ἤμησαν, hatten Glück; ϑαλλὸν ἀμάσας Theocr. 11, 73; niedermetzeln im Kriege, Ἑλλάδος ἄγαμον στάχυν ἀμ. Ep Her. 21 (IX, 362); γονὰς ἤμησα γιγάντων ad. 591 (IX, 198); med. wie des act. erndten Hes. O. 775; 391 steht jetzt ἀμάαν für ἀμᾶσϑαι; κόνιν τινὶ ἀμήσασϑαι Hegesipp. 5 (VII, 446); auch akt. ἀμάσας κρατὸς ὕπερϑε κόνιν Ant. Sid 99 (VII, 241), Sand zum Grabhügel aufhäufen, bestatten. Hierauf bezieht man Soph. Ant. 599 κατ' αὖ νιν φοινία ϑεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κόνις. sie bedeckt.
См. также в других словарях:
Γιγάντων — Γίγας mighty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγάντων — γίγας mighty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Ενακίτες — Βιβλικός λαός γιγάντων που καταγόταν από τον Ενάκ. Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, οι Ε. αναφέρονται ως Ενακείμ, υιοί Ενάκ, γίγαντες και υιοί γιγάντων. Κατοικούσαν στα νότια μέρη της Παλαιστίνης και το κυριότερο κέντρο τους ήταν η Χεβρώνα. Η… … Dictionary of Greek
Ιφιμέδεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Τρίοπα, σύζυγος του Αλπέα και μητέρα, από τον Ποσειδώνα, των Γιγάντων Εφιάλτη και Ώτου. Μερικοί συγγραφείς την αναφέρουν ως τροφό των Γιγάντων αυτών. Η I. λατρευόταν στα Μύλασα της Καρίας και το όνομά της συνδεόταν με … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Digenis Akritas Morphou — (Διγενής Ακρίτας Μόρφου) Full name Digenis Akritas Morphou Nickname(s) Ο Φονέας των Γιγάντων (Killer of Giants) Founded April 23, 1931 … Wikipedia