Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δακτυλική

См. также в других словарях:

  • δακτυλική — δακτυλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • ιβύκειο — το (Α ἰβύκειον) νεοελλ. φρ. «ιβύκειο μέτρο» το μέτρο κατά το οποίο δύο δακτυλικές τετραποδίες συνάπτονται και αποτελούν μία δακτυλική οκταποδία, οπότε ο στίχος αποτελείται από οκτώ πόδες με σχήμα δακτύλου, ενώ ο τελευταίος είναι καταληκτικός στη… …   Dictionary of Greek

  • καταδακτυλισμός — ο δακτυλική εξέταση τού απευθυσμένου, ψηλάφηση τού τελευταίου τμήματος τού παχέος εντέρου με το δάχτυλο …   Dictionary of Greek

  • λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… …   Dictionary of Greek

  • στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος …   Dictionary of Greek

  • τετραποδία — η, ΝΑ [τετράπους, οδος] 1. μήκος ή μέτρο τεσσάρων ποδιών 2. (στην αρχαία μετρική) το σύνολο τεσσάρων ποδών ή δύο διποδιών («δακτυλική τετραποδία» UU UU UU UU) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»