-
1 κώμη
κώμη, ἡ, Dorf, Flecken; ein offener Ort, in welchem mehrere Familien in besonderen Wohnungen leben und eine Gemeinde bilden, im Ggstz der mit Mauern umschlossenen Stadt, eigtl. dorisch (Arist. poet. 3, 6 οἱ Πελοπ οννήσιοι κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν), dem att. δῆμος entsprechend; Hes. Sc. 18; προςπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Thuc. 1, 5, vgl. 1, 10. 3, 94; im Ggstz von πόλις Plat. Legg. I, 626 c; οἰκίαν καὶ κώμην καὶ πόλιν ἔχειν ib. 627 a, vgl. Rep. V, 475 d; φρατρίας καὶ δήμους καὶ κώμας Legg. V, 716 d; Xen. u. Folgde. – Auch ein Quartier, ein Viertel in einer Stadt, vicus, B. A. 274, 30; διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr. 7, 46. – Nach Philozen. bei St. B. v. κώμ η von κοιμᾶσ ϑαι, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρ'α ἔκτισαν πρὸς τὸ κοιμᾶσϑαι νυκτὸς ἐπιγιγνομένης.
-
2 κώμη
κώμη, ἡ, Dorf, Flecken; ein offener Ort, in welchem mehrere Familien in besonderen Wohnungen leben und eine Gemeinde bilden, im Ggstz der mit Mauern umschlossenen Stadt. Auch ein Quartier, ein Viertel in einer Stadt, vicus
См. также в других словарях:
κώμη — unwalled village fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμῃ — κώμη unwalled village fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
κώμη — η συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Κώμη — Sp Ãno Kòmė Ap Άνω Κώμη/Ano Komi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Κώμη — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 1.533 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στη λεκάνη του Αλιάκμονα και στα ΝΑ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας … Dictionary of Greek
Καλή Κώμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 200 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 95 χλμ. Δ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας … Dictionary of Greek
Κάτω Κώμη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 348 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 13 χλμ. Ν της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας … Dictionary of Greek
Νέα Κώμη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας … Dictionary of Greek
Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… … Dictionary of Greek
κώμηι — κώμῃ , κώμη unwalled village fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)