Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐγ-κέρ

См. также в других словарях:

  • Κερ, Ντέμπορα — (Deborah Kerr, Σκοτία 1921 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σκοτσέζας ηθοποιού Ντέμπορα Τζέιν Τρίμερ (Deborah Jane Trimmer). Σπούδασε μπαλέτο στο Λονδίνο και έπειτα από μια καριέρα με ορισμένες όχι τόσο σημαντικές εμφανίσεις, έκανε το ντεμπούτο της …   Dictionary of Greek

  • Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… …   Dictionary of Greek

  • κέρ' — κέραϊ , κέρας Aër. neut dat sg κέρᾳ , κέρας Aër. neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρτομος — κέρτομος, ον (Α) 1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.) 2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ στομος. Το α συνθετικό κερ πιθ., < σκερ τού σκερδόλλω*, ενώ το β < στομος <… …   Dictionary of Greek

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κάρτρα — κάρτρα, τὰ (Α) κάρθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρ τρον (< θ. καρ, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ κάρ ην, + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, θέρε τρον)] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • καρτός — καρτός, ή, όν (AM) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια 2. ο κομμένος σε τεμάχια αρχ. ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρ τός (< θ. καρ , συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»