Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κερχαλεος

См. также в других словарях:

  • κερχαλέος — κερχαλέος, ή κερχναλέος, α, ον (Α) τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος) …   Dictionary of Greek

  • κερχαλέη — κερχαλέος rough fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχναλέος — κερχναλέος, α, ον (Α) δ. γρφ. τού κερχαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφυρμό τών κέρχνος (II) και κερχαλέος] …   Dictionary of Greek

  • κερχαλέα — κερχαλέᾱ , κερχαλέος rough fem nom/voc/acc dual κερχαλέᾱ , κερχαλέος rough fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχανά — κέρχανα ή κερχάνεα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀστέα καὶ ῥίζαι ὀδόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα κερχαλέος «ξηρός», κέρχνος «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

  • υποκερχαλέος — και ὑποκερχναλέος, α, ον, Α λίγο βραχνός· [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κερχαλέος / κερχναλέος «σκληρός, ξηρός, τραχύς»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»