Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κέρᾱτα

См. также в других словарях:

  • κέρατα — Σκληροί επιδερμικοί σχηματισμοί από κεράτινη ή οστέινη ουσία, συμπαγείς ή κοίλοι, μόνιμοι ή πρόσκαιροι, τους οποίους φέρουν πολλά θηλαστικά στο κεφάλι. Τα κ. είναι κοντά ή μακριά, απλά ή διακλαδισμένα, ίσια ή συστρεμμένα και αυλακωμένα. Στα… …   Dictionary of Greek

  • κέρατα — κέρᾱτα , κέρας Aër. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КЕРАТА —    • Κέρατα,          см. Attica, Аттика, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • τάρανδος — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους rangifer, της οικογένειας των ελαφιδών, υποδιαιρούμενα σε 2 είδη: τον τ. της τούνδρας (rangifer tarandus), διαδεδομένο στις βορειότερες περιοχές της Ευρασίας και το καριμπού (rangifer caribou), που ζει κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • CERAS — apud Solin. c. 10. Veniamus ad promontorium Ceras Chryseon Byzantiô oppidô nobilc, Plino, l. 9. c. 15. Aureum cornu.> promontor. est, in quo Byzantium, cui a sinu circa Byzantium id nominis haesit. Hic enim proprie Κέρας dictus est, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»