-
1 φρων
φράζωpoint out: fut part act masc voc sgφράζωpoint out: fut part act neut nom /voc /acc sgφράζωpoint out: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)φρέωpres part act masc nom sg (attic epic doric) -
2 φρῶν
φράζωpoint out: fut part act masc voc sgφράζωpoint out: fut part act neut nom /voc /acc sgφράζωpoint out: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)φρέωpres part act masc nom sg (attic epic doric) -
3 κράτος
Grammatical information: n.Compounds: Often as 1. member, e. g. ἀ-κρατής `without strength, power (over others or over oneself)'; oppos. ἐγ-κρατής `having power over, controlling (oneself)' with ἐγκράτεια, - έω etc.; αὑτο-κρατής `having power over oneself, independent'; more usual αὑτο-κράτωρ `with unlimited power' (Ar., Th.); details in Debrunner FS Tɨèche (Bern 1947) 11f.; also - κρέτης in Aeol. and Arc. Cypr. PN, e. g. Σω-κρέτης.Derivatives: Beside κράτος, κρέτος there are several adjectives: 1. κρατύς `strong, powerful' (Hom.; only κρατὺς Άργεϊφόντης, verse-end) with κρατύνω, ep. also καρτ- `strengthen, conso;idate, rule' (Il.) with κρατυσμός `strenghtening', κρατυντήριος `id.', - τικός `id.' (medic.), κρατύντωρ `controller' ( PMag. Leid.). - 2. κρατερός (Il., A. Pr. 168, anap.), καρτερός (Il.) `id.' (IA.); also as 1. member, e.g. κρατερό-φρων (Il.). καρτερέω, also with prefix, e.g. δια-, `be steadfast, hold out, overcome onseself' (IA.) with καρτερία (Pl., X.), - ρησις (Pl.) `holding on, firmness', - ρικός (Att.); καρτερόω `strengthen' (Aq., Herm.). - 3. κραταιός `id.' (Il.), also as plant-name (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 82); rarely as 1. member, e.g. κραταιό-φρων ( PMag.). With κραταιότης = κράτος (LXX), κραταιόω `strengthen' (LXX, NT) with κραταίωμα, - ωσις (LXX). Fem. κραταιίς (Od.; Schwyzer 385). - 4. Primary comparison: comp. κρείττων, (Atticising) κρείσσων with sec. - ει- for κρέσσων (Ion., Pi.); Dor. κάρρων, Cret. κάρτων; denomin. κρειττόομαι `have excrescences', with κρείττωσις (Thphr.). sup. κράτιστος, ep. κάρτ-, (Il.), with - τεύω `be the best, surpass' (Pi., Att.); -( ε)ία as title, `highness' (pap.). -- 5. Adv. κάρτα `in a high degree, very' (Ion. and trag.). - 6. As 1. member often κραται- ( καρται-), e.g. κραται-γύαλος `with strong breast-pieces' (T 361). Further Κρατι-, Καρτι- in PN, e.g. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος; also Κρατ(ο)-, Κρατε- a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 256). Hypocoristic short-names Κρατῖνος (Schwyzer 491, Chantraine Formation 205), Κρατύλος, Κράτυλλος (Leumann Glotta 32, 217 a. 225 A. 1), Κρατιεύς (Boßhardt Die Nom. auf - ευς 126). On Κρεσφόντης s. v. - 7. Verb: κρατέω (Il.), Aeol. κρετέω, aor. κρατῆσαι (posthom.), κρέτησαι (Sapph.), often with prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, περι-, `controll, possess, rule, conquer'; with ( ἐπι- etc.) κράτησις `power, rule' (Th., LXX), ( δια-, ἐπι-) κρατητικός `controlling' (late), ( δια-)κράτημα `support, grip' (medic.); κρατητής `possessor' (Procl.); κρατῆρας τοὺς κρατοῦντας H. for κρατητῆρας (Lewy KZ 59, 182). But ἐγκρατέω from ἐγ-κρατής, ναυ-κρατέω, - τία from ναυ-κρατής etc.; s. above. καρταίνειν κρατεῖν H. -- 8. On κρατευταί s. v.Etymology: With the full grade in Aeol. κρέτος interchanges regularly the zero grade in κρατύς, κάρτα (on ρα: αρ Schwyzer 342). Through analogy arose both κράτος, κάρτος and the compp. κάρρων \< *κάρσ(σ)ων \< *κάρτι̯ων and κάρτων beside the old fullgrade κρέσσων \< *κρέτι̯ων; details in Seiler Steigerungsformen 53 ff. A zero grade of the σ-stem in κρέτος is supposed in Κρεσ-φόντης ( \< *Κρετσ-; Kretschmer Glotta 24, 237, Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 26). - The relation of the forms is not always clear. The adjective κρατερός, καρτερός may conrain a alternating ρ-stem (Benveniste Origines 17, Leumann Hom. Wörter 115), if it is not an analogical innovation to κράτος, κρατέω (e.g. Schwyzer 482). The form Κρατι-, Καρτι-, which appears only in PN, will not be old (like e.g. in κυδι-άνειρα: κῦδος), but rest on analogy (after Άλκι-, Καλλι- a. o.; Frisk Nom. 70). On κάρτα cf. e.g. τάχα, ἅμα. The 1. member κραται- may have been built after παλαι- a. o.; and κραταιός after παλαιός? (cf. Schwyzer 448). Diff. Risch 117: κραταιός back formation to κραταιή for *κράταια, fem. to κρατύς ( Πλαταιαί: πλατύς). Also κρατέω is discussed. Against the obvious explanation as denominative of κράτος (Schwyzer 724; κρατῆσαι only posthom.) see Leumann Hom. Wörter 113ff.; he assumes in κρατέω a backformation to ἐπικρατέω from ἐπι-κρατής (Hom. only adv. ἐπικρατέως). Again diff. Specht KZ 62, 35 ff. - An exact agreement to κράτος etc. is not found. Close are Skt. krátu- m. `power, mind, will', Av. xratu- m. `id.'. The objections that the Indo-Ir. word indicates primarily spiritual qualities ar refuted by OE cræft ` Kraft, physical strength, power', also `insight, craft etc.'. The Germanic word for `hard', Got. hardus etc., which is usually adduced, differs in vowel (IE *kortú- against *kr̥tú- to * kret-). - Cf. Mayrhofer KEWA s. krátuh.Page in Frisk: 2,8-10Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κράτος
-
4 σῶς
Grammatical information: adj.Meaning: `safe, healthy, intact' (Att.; also Hom., Hdt.).Other forms: σάος (ep. poet. Il. [ σαώτερος], also Cypr., Arc., Lac. etc.), σῶος (Hdt., Hp., X., hell.), σόος (ep., also Hdt.); comp. σαώτερος (A 32, X., Theoc., AP).Compounds: As 1. member a.o. in ΣαϜο-κλέϜης (Cypr.), σαό-φρων (ep. poet.), σώ-φρων (Att.), Σαυ-κράτης (Boeot.), Σά-δαμος (Arc.); as 2. member in νηο-, τεκνο-σσόος (poet.; cf. on σεύομαι).Derivatives: Ep. aor. σαῶ-σαι, pass. σαωθῆναι, to which fut. σαώσω, pres. σαόω; with contraction IA. σῶσαι, σωθῆναι, σώσω (inscr. σωῶ), σῴζω (ε 490, Hes. Op. 376; from *σω-ΐζω); to this perf. midd. σέσωσμαι (trag.), σέσωμαι (Pl. a.o.), act. σέσωκα (hell.), often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, `to keep alive, to save', midd. pass. intr. `to stay alive, to save oneself'. As 1. member a. o. in σωσί-πολις `saving the city' (Ar., Str. a.o.). From the verb: 1. σωτήρ, - ῆρος m. `saviour' (h. Hom., Pi., IA.) with σωτηρ-ία, - ίη f. `rescue', - ιος `bringing rescue, saving' (IA.), - ιώδης `wholesome' (Gal. a.o.), - ιασταί m. pl. `worshippers' of the θεοὶ σωτῆρες resp. of Ἄρτεμις Σώτειρα (Rhod., Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 178). Archaising byforms: σαωτήρ (Call. a.o.), σαώτωρ (Maiist. IIIa), Σαώτης surn. of Dionysos (AP, Paus.); hypocorist. enlargement Σωτήριχος PN (Plu., Luc. a.o.). 2. f. σώτειρα. (Pi., IA.). 3. σῶστρα n. pl. (- σ- as in σέσω-σ-μαι a.o.) `reward for saving, thank-offering for saving lives' (Hdt., X. etc.) with σαοστρεῖ 3. sg. (prob. = σαω-; Cephallenia). 4. σωστικός ( δια-) `saving, preserving' (Arist. etc.). 5. δια-σώστης m. `policeman' (Just.). 6. ἀνα-σωσμός (Aq.), - σωσμα (Tz.) `rescue' -- On the frequent PN in Σω(ι-), Σωσ(ι)-, Σωτ(ο)- a.o. s. Bechtel Hist. Personennamen 413 ff.Origin: IE [Indo-European] [1080] *teu̯h₂- `be strong' (meaning incorrect in Pok.)Etymology: The above forms can all go back on PGr. σάϜος (Cypr. ΣαϜο-κλέϜης); positing alternative basic forms like *σῶϜος or *σω[υ]ς is unnecessary. From σά(Ϝ)ος arose by contraction σῶς, from where through thematisation (via n. pl. σῶα, sg. σῶον?) σῶος; ep. σόος for σάος after σῶς or through metr. lengthening. Extensive treatment by Leumann Μνήμης χάριν 2, 8 ff. (Kl. Schr. 266 ff.) w. further details and rich lit. -- PGr. σάϜος can stand for IE *tu̯h₂-eu̯o-s; or rather it is a thematization of *σαυς \< *tu̯eh₂-us. Ablaut with *tu̯ō-ro-s, *tu̯ō-mn̥ (in σωρός?, σῶμα??) is quite uncertain; the basic meaning would then be approx. `be strong' (Prellwitz a.o.; s. Bq), which fits badly for a corpse; *tu̯oh₂-mn̥ is simple, but o-grade is improbable. Cf. σωρός and ταΰς, also on σαίνω.Page in Frisk: 2,844Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῶς
-
5 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
6 Λοξίας
Λοξίας title of Apollo.1ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας P. 3.28
θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5
ἄμμι δ' ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.49
μοι ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ ( Λοξία G-H.) Pae. 6.60 ὁ [Λοξ]ίας πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. 3. -
7 πρόφρων
πρόφρων (-ων, -ονα, -όνων.)1 kind, willingπροφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν I. 4.43
ἐς πόλεμον ἆγε πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28
esp. nom., gladly, readily,Μόψος ἄμβασε στρατὸν πρόφρων P. 4.191
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
“νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις πρόφρων” P. 9.56πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22
ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. 4. adv.,-ως, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33
-
8 χάρις
1a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18
αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10
ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93
καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80
καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102
νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖςλιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19
ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12
bI lustre, glory given by poetryτὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72
θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70
σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6
and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8
cI favour, blessingναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33
τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72
τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275
γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanks “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76
ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.e fragg.ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103
χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.2 pro pers.,a s., Charm, GraceΧάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50
Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27
ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45
ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2
ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21
σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89
παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7
φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54
παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1
Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.χάριτε[ς Pae. 3.2
]Χάρισι Pae. 4.13
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3
Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10
μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7
σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112. -
9 αἰνόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνόφρων
-
10 αὐτόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφρων
-
11 βαθύφρων
A = βαθύβουλος, Sol.33.1;Μοῖραι Pi.N.7.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύφρων
-
12 βαρύφρων
A heavy of mind, melancholy, gloomy,συντυχίαι Lyr.Adesp.140.8
;Αἰήτης A.R.4.731
; savage,ταῦρος Lyc.464
; cruel,δαίμων Opp.H.4.174
.2 weighty of purpose, grave-minded, Theoc.25.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύφρων
-
13 βλαψίφρων
II = φρενοβλαβής, A.Th. 725.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαψίφρων
-
14 βλοσυρόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλοσυρόφρων
-
15 γεραιόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεραιόφρων
-
16 γυναικόφρων
A of woman's mind, E.Fr.362.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόφρων
-
17 δαμασίφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμασίφρων
-
18 διχόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχόφρων
-
19 δολιόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιόφρων
-
20 δολόφρων
A = δολοφραδής, f. l. in A.Supp. 750 (lyr.);Ἀπάτα AP 7.145
(Asclep.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολόφρων
См. также в других словарях:
φρῶν — φράζω point out fut part act masc voc sg φράζω point out fut part act neut nom/voc/acc sg φράζω point out fut part act masc nom sg (attic epic ionic) φρέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… … Dictionary of Greek
αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… … Dictionary of Greek
επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… … Dictionary of Greek
ευθυδικόφρων — εὐθυδικόφρων, ον (Μ) αυτός που κρίνει με ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύδικος + φρων < θ. φρέν τού φρην, φρενός (πρβλ. ά φρων, εχέ φρων)] … Dictionary of Greek
ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] … Dictionary of Greek
ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek
εχθρόφρων — ἐχθρόφρων, ον (Α) (κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek
ζηνόφρων — ζηνόφρων, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν τού φρην, φρενός), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
ηδύφρων — ἡδύφρων, όνος, ὁ (Μ) αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, δαΐ φρων] … Dictionary of Greek
ηλεόφρων — ἠλεόφρων, ον (Α) μωρός στο μυαλό, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων παρά φρων] … Dictionary of Greek