Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κράτησις

См. также в других словарях:

  • κράτησις — might fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατήσει — κράτησις might fem nom/voc/acc dual (attic epic) κρατήσεϊ , κράτησις might fem dat sg (epic) κράτησις might fem dat sg (attic ionic) κρατέω to be strong aor subj act 3rd sg (epic) κρατέω to be strong fut ind mid 2nd sg κρατέω to be strong fut ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατήσεις — κράτησις might fem nom/voc pl (attic epic) κράτησις might fem nom/acc pl (attic) κρατέω to be strong aor subj act 2nd sg (epic) κρατέω to be strong fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατήση — κράτησις might fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατήσηι — κράτησις might fem dat sg (epic) κρατήσῃ , κρατέω to be strong aor subj mid 2nd sg κρατήσῃ , κρατέω to be strong aor subj act 3rd sg κρατήσῃ , κρατέω to be strong fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτησιν — κράτησις might fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • власть — ВЛАСТ|Ь (918), И с. 1.Область, княжество, государство: изѩславоу же кънѩзоу тогда прѣдрьжѩщоу обѣ власти. и оц҃а своего ˫арослава. и брата своего володимира. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); Бра(т) и сълоужьбьника нашего иѡана купрьскааго острова …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εσωκράτησις — ἐσωκράτησις και σωκράτησι, ἡ (Μ) ανεφοδιασμός ή μέσα ανεφοδιασμού («τὸ κάστρο τὴν δύναμιν τὴν ἔχει, ἐπεὶ ἔχει σωκράτησιν», Χρον. Μορ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κράτησις] …   Dictionary of Greek

  • υποκράτησις — ήσεως, ἡ Α επικράτηση, υπερίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κράτησις «επικράτηση, υπερίσχυση»] …   Dictionary of Greek

  • κρατήσεως — κρατήσεω̆ς , κράτησις might fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»