-
1 δολοφραδής
1 with treacherous thoughtsπάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
2 δολοφραδής
δολοφραδήςwily-minded: masc /fem nom sg -
3 δολοφραδής
δολο-φρᾰδής, ές,A wily-minded, h.Merc.282, Pi.N.8.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολοφραδής
-
4 δολοφραδές
δολοφραδήςwily-minded: masc /fem voc sgδολοφραδήςwily-minded: neut nom /voc /acc sg -
5 δολοφραδέας
δολοφραδήςwily-minded: masc /fem acc pl (epic ionic) -
6 κακοποιός
1 maleficent, mischievousπάρφασις, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
7 ὄνειδος
1 reproach, disgraceγνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.89
πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
-
8 πάρφασις
1 misrepresentationἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.32
-
9 δολόφρων
A = δολοφραδής, f. l. in A.Supp. 750 (lyr.);Ἀπάτα AP 7.145
(Asclep.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολόφρων
См. также в других словарях:
δολοφραδής — δολοφραδής, ές (Α) ο έμπειρος στους δόλους, αυτός που σκέπτεται δόλια … Dictionary of Greek
δολοφραδής — wily minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοφραδές — δολοφραδής wily minded masc/fem voc sg δολοφραδής wily minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοφραδέας — δολοφραδής wily minded masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)