-
1 καρτερός
1 mighty, powerful of persons,ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84
καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 [ καρτερὸς (codd.: κραταιὸς Er. Schmid) N. 4.25]ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26
of things,πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
“ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν ἔστω Ζεὺς” P. 4.166ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας I. 7.10
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( καρτερᾶν μεριμνᾶν coni. Bergk) I. 8.12 -
2 καρτερός
καρτερόςstrong: masc nom sg -
3 καρτερός
A = κρατερός (q. v.), strong, staunch,φάλαγγες Il.5.592
; καὶ εἰ μάλα κ. ἐστιν [ Hector] 13.316; Ἡρακλῆς ὁ κ. Ar.Ra. 464: c. inf.,κ. ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν Il.13.483
;πολέμῳ ἔνι κ. ἐσσι 9.53
;Ζεὺς Τυφῶ -ώτερος μάχῃ A.Th. 517
; τὰ καρτερώτατα the strongest, S.Aj. 669.2 c. gen., possessed of, in control of, master of,Ἀσίης Archil.26
;οὐκέτι τῆς αὑτοῦ γλώσσης κ. οὔτε νόου Thgn.480
;ἁμῶν Theoc.15.94
;παθῶν D.H.5.8
;γῆς καὶ οἰκίων SIG45.28
(Halic., V B.C.);Θηβαίων Arr.Fr.91
J.3 = καρτερικός, steadfast, patient,πρὸς πάντα X.Cyr.1.6.25
; obstinate,- ώτατος ἀνθρώπων πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Pl.Phd. 77a
; κ. πρὸς τὸ λέγειν mighty in disputation, Id.Tht. 169b.4 of things, mighty, potent,ὅρκος Il.19.108
; κ. ἔργα deeds of might, 5.872; κ. ἕλκος severe, 16.517; κ. μάχη strongly contested, sharp, severe, Hdt.1.76, Th.4.43;ναυμαχίη Hdt.8.12
;ἀγών Plb.1.27.11
; ἀλαλά, μέριμναι, Pi.I.7(6).10, 8(7).13;λίθος Id.O.1.58
, E.Fr. 1044; ;- ώτατον βέλος Pi.O.1.112
; τὸ κ. force, violence, A.Supp. 612; but τόλμης εἶμι πρὸς τὸ κ. the utmost verge of.., E.Med. 394; κατὰ τὸ κ. in Adv. sense, Hdt.1.212, 3.65, Ar.Ach. 622, etc.; πρὸς τὸ κ. A.Pr. 214: abs., τὸ κ. Theoc.1.41.5 of place, strong, Hdt.9.9, Th.4.3;τὸ -ώτατον τοῦ Χωρίου Id.5.10
; λόφος κ. Id.4.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερός
-
4 καρτερός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καρτερός
-
5 καρτερός
-ά,-όν A 0-0-0-0-6=6 2 Mc 10,29; 12,11.35; 3 Mc 1,4; 4 Mc 3,12 -
6 καρτερά
καρτερόςstrong: neut nom /voc /acc plκαρτερά̱, καρτερόςstrong: fem nom /voc /acc dualκαρτερά̱, καρτερόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 καρτερώτερον
καρτερόςstrong: adverbial compκαρτερόςstrong: masc acc comp sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
8 καρτερωτάτη
καρτερόςstrong: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————καρτερόςstrong: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
9 καρτερωτάτων
καρτερόςstrong: fem gen superl plκαρτερόςstrong: masc /neut gen superl pl -
10 καρτερόν
καρτερόςstrong: masc acc sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc sg -
11 καρτερώτατα
καρτερόςstrong: adverbial superlκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc superl pl -
12 καρτερώτατον
καρτερόςstrong: masc acc superl sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc superl sg -
13 καρτεραί
καρτερόςstrong: fem nom /voc pl -
14 καρτεροί
καρτερόςstrong: masc nom /voc plκαρτερόωstrengthen: pres subj mp 2nd sgκαρτερόωstrengthen: pres ind mp 2nd sgκαρτερόωstrengthen: pres subj act 3rd sg -
15 καρτερούς
καρτερόςstrong: masc acc pl -
16 καρτερωτάταις
καρτερόςstrong: fem dat superl pl -
17 καρτερωτάτην
καρτερόςstrong: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
18 καρτερωτάτης
καρτερόςstrong: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
19 καρτερωτάτου
καρτερόςstrong: masc /neut gen superl sg -
20 καρτερή
καρτερόςstrong: fem nom /voc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
καρτερός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
καρτερά — καρτερός strong neut nom/voc/acc pl καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc/acc dual καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτερον — καρτερός strong adverbial comp καρτερός strong masc acc comp sg καρτερός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερωτάτων — καρτερός strong fem gen superl pl καρτερός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόν — καρτερός strong masc acc sg καρτερός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτατα — καρτερός strong adverbial superl καρτερός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτατον — καρτερός strong masc acc superl sg καρτερός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεραῖς — καρτερός strong fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεραί — καρτερός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροί — καρτερός strong masc nom/voc pl καρτερόω strengthen pres subj mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres ind mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)