Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κραταιό-φρων

См. также в других словарях:

  • ιερόφρων — ἱερόφρων, ὁ, ἡ (Μ) ο ιερά σκεπτόμενος, αυτός που κάνει ιερές σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ό) * + φρων (< φρην), πρβλ. κραταιό φρων, ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊόφρων — ἰουδαϊόφρων, ον (Μ) αυτός που φρονεί τα ίδια με τους Ιουδαίους, αυτός που έχει τις ίδιες πεποιθήσεις με τους Ιουδαίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰουδαϊ κός + συνδετικό φωνήεν ο + φρων (< φρην), πρβλ. κραταιό φρων, ολβιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • καταλαμψίφρων — καταλαμψίφρων, ὁ (Μ) αυτός που φωτίζει τον νου, την ψυχή («ὁ καταλαμψίφρων θεός»). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < κατα λάμπω (πρβλ. κατάλαμψις) + φρων (< φρήν), πρβλ. αρρενό φρων, κραταιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόφρων — κλυτόφρων, ον (Μ) φημισμένος για τη σοφία του, κλυτόνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φρων (< φρήν), πρβλ. γενναιό φρων, κραταιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • κρατερόφρων — κρατερόφρων, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, γενναία και ατρόμητη καρδιά, γενναιόψυχος («ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κραταιό φρων, υψηλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»