-
1 καλλι-
καλλῐ-, in compds., -
2 καλλιπάρηος
A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123;Λητώ Il.24.607
, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written [suff] καλλι-πάρειος Poll.2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπάρηος
-
3 καλλιάζω
A to be a member of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also [suff] καλλῐ-αρχέω, to be president of the κάλλιον (q.v.) at Cyzicus, CIG3661.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιάζω
-
4 καλλιγάληνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιγάληνος
-
5 καλλιδίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιδίνης
-
6 καλλιέλαιος
καλλῐ-έλαιος, ἡ,A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. [suff] καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj.,κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3
(iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιέλαιος
-
7 καλλικέρας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλικέρας
-
8 καλλίκρηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίκρηνος
-
9 καλλιπάρθενος
καλλι-πάρθενος, ον,A with beautiful nymphs,Νείλου.. κ. ῥοαί E.Hel.1
; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later [suff] καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπάρθενος
-
10 καλλίπνοος
A beautifully breathing,αὐλός Telest.2.1
; also of smell,κ. ἄνθη Hsch.
s.v. κρίνα, prob. in Porph. in Ptol. 182.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπνοος
-
11 καλλίφυλλον
καλλῐ-φυλλον, τό,A = ἀδίαντον, Hp.Epid.7.59 ([suff] καλλῐ-φυτον Gal.19.107).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίφυλλον
-
12 καλλιόνως
καλλῑόνως, καλλίωνadverbialκαλόςbeautiful: adverbial -
13 καλλίους
καλλί̱ους, καλλίωνmasc /fem acc plκαλλιόωmake more beautiful: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)καλόςbeautiful: masc /fem nom /acc comp plκαλόςbeautiful: masc /fem acc pl -
14 καλλιβλέφαρος
καλλι-βλέφᾰρος, ον,II as Subst., κ. (sc. φάρμακον), τό, paint for the eyelids and eyelashes, Dsc.1.69, 1 Enoch8.1, Gal.12.211: as Adj., κ. δυνάμεις ib.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιβλέφαρος
-
15 καλλιβόας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιβόας
-
16 καλλίβολος
καλλί-βολος, ὁ, name of aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίβολος
-
17 καλλίβοτος
καλλί-βοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίβοτος
-
18 καλλίβοτρυς
καλλί-βοτρυς, υ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίβοτρυς
-
19 καλλίβωλος
καλλί-βωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίβωλος
-
20 καλλίγαμος
καλλί-γᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίγαμος
См. также в других словарях:
καλλιόνως — καλλῑόνως , καλλίων adverbial καλός beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίους — καλλί̱ους , καλλίων masc/fem acc pl καλλιόω make more beautiful imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) καλός beautiful masc/fem nom/acc comp pl καλός beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
καλλίρουν — καλλίρους beautiful flowing masc/fem acc sg καλλίρους beautiful flowing neut nom/voc/acc sg καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in a sacrifice imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καλλί̱ρουν , καλλιερέω have favourable signs in … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kalderimi — durch die Aradena Schlucht auf Kreta Ein Kalderimi (griechisch καλντερίμι (n. sg.), Mehrzahl Kalderimia) ist ein gepflasterter Saumpfad in Griechenland. Die sorgfältig angelegten Wege sind mindestens 300, wahrscheinlich aber über 1000… … Deutsch Wikipedia
Marathokambos (Samos) — Gemeinde Marathokambos Δήμος Μαραθοκάμπου DEC … Deutsch Wikipedia
Каллин — (Callinus, Καλλι̃νος). Родом из Эфеса, жил около 700 г. до Р. X. Он считался у греков изобретателем элегии. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) … Энциклопедия мифологии
КАЛЛИН — • Callīnus, Καλλι̃νος, см. Elegia, Элегия … Реальный словарь классических древностей
калли — (гк) καλόζ (καλλἰ ) красивый каллиграфия искусство красивого письма калейдоскоп оптическая игрушка; быстрая и беспорядочная смена чего л. (букв. созерцание красивых образов; См. греч. эйд) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] … Dictionary of Greek