Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀριστερόν

См. также в других словарях:

  • ἀριστερόν — ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀριστερόν — ἀριστερόν , ἀριστερός left masc acc sg ἀριστερόν , ἀριστερός left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • περιδέξιος — ον, ΜΑ 1. κατάλληλος, πρόσφορος 2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι 3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος 4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.) αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα… …   Dictionary of Greek

  • περιτρίβω — ΜΑ τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.) μσν. τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.) αρχ. 1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • ԱՀԵԱԿ — (եկի, կաց կամ կից.) NBH 1 0030 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. եւ գ. ἁριστερός, ἁριστερόν, εὑώνυμος sinister, tra, rum Ձախ. ձախոյ՝ ձեռն կամ կողմն. ... *Յուսոյ տանն յաջմէ մինչեւ յուս ահեկի կողմանն: Յահեկէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՁԱԽԱԿՈՂՄՆ — (ման.) NBH 2 0145 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ.ա. ՁԱԽԱԿՈՂՄՆ որ եւ ՁԱԽԱԿՈՂՄ. πλευρόν, ἁριστερόν, εὑώνυμον sinistrum, latus sinistrum σκαιότερος scaevus, importunus. Ձախոյ կողմն եւ ձախակողմեան. *Կերիցէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»