Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίκαια

См. также в других словарях:

  • δικαία — δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίᾳ — δικαίᾱͅ , δίκαιος observant of custom fem dat sg (attic doric aeolic) δικαίᾱͅ , δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαία — Δικαίᾱ , Δικαία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίᾳ — Δικαίᾱͅ , Δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαια — Δικαία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαια — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Αρχαία πόλη στα παράλια της Θράκης, που ονομαζόταν και Δικαιόπολις. Βρισκόταν κοντά στα Άβδηρα και αποτελούσε ιωνική αποικία που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ο γιος του Ποσειδώνα, Δίκαιος. Από την… …   Dictionary of Greek

  • δικαία — (dicaea). Γένος πτηνών της οικογένειας των μελιφαγιδών, ιθαγενών της Αυστραλίας, της Ιάβας, της Νέας Γουινέας και των νησιών της Σούνδης. Στο γένος αυτό ανήκουν περίπου 50 είδη, τα γνωστότερα από τα οποία είναι η δ. η φλογώδης, που ζει στην Ιάβα …   Dictionary of Greek

  • δίκαια — δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δικαίας — δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc pl δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen sg (attic doric aeolic) δικαίᾱς , δικαία fem acc pl δικαίᾱς , δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δικαίας — Δικαίᾱς , Δικαία fem acc pl Δικαίᾱς , Δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»