Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐδεξάμην

См. также в других словарях:

  • ἐδεξάμην — δέχομαι take aor ind mid 1st sg δείκνυμι bring to light aor ind mid 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξίδωρος — δεξίδωρος, ον (Α) αυτός που δωροδοκείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + δωρος < δώρον. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δεξίλογος — η, ο όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή… …   Dictionary of Greek

  • δεξίμηλος — δεξίμηλος, ον (Α) αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος,… …   Dictionary of Greek

  • δεξίπυρος — δεξίπυρος, ον (Α) φρ. «δεξιπύρους θυμέλας» τις θυμέλες που δέχονται το πυρ, που τοποθετούνται επάνω τους ξύλα αναμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + πυρος < πυρ. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος …   Dictionary of Greek

  • δεξίστρατος — δεξίστρατος, ον (Α) αυτός που δέχεται, που μπορεί να δεχθεί μεγάλα πλήθη («δεξίστρατον ἀγοράν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξί < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + στρατός «πλήθος». (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος,… …   Dictionary of Greek

  • δεξιήνεμος — η, ο (για πλοίο ή για την πορεία του) αυτός που δέχεται τον άνεμο από τα δεξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + άνεμος. Το η τής λ. οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»