-
21 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
22 πέμπω
Aπέμπεσκε Hdt.7.106
: [tense] fut.πέμψω Od.5.167
, etc.; [dialect] Dor.πεμψῶ Theoc.5.141
; [dialect] Ep.inf.πεμψέμεναι Od.10.484
: [tense] aor. ἔπεμψα, [dialect] Ep.πέμψα Il.1.442
, 21.43, etc.: [tense] pf.πέπομφα Th.7.12
, X.Cyr.6.2.10, D.4.48 : [tense] plpf. ἐπεμπόμφει, [dialect] Ion. - εε, X.Cyr.6.2.9, Hdt.1.85 :—[voice] Med. (not in early Prose, exc. in compds. ἀπο-, μετα-, προ-πέμπομαι), [tense] fut. πέμψομαι only f.l. in E. Or. 111 : [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] fut.πεμφθήσομαι Str. 1.1.4
, Plu.Demetr.27 : [tense] aor.ἐπέμφθην Pi.N.3.59
, S.El. 1163, etc.: [ per.] 3sg.[tense] pf. , ([etym.] προ-) Th.7.77; part.πεπεμμένος D.23.159
, Luc. Alex.32, D.C.50.13: [tense] plpf.ἐπέπεμπτο Id.36.18
, ([etym.] προὐπ-) Th.8.79 (cj.):— send, freq. of persons, as messengers, spies, etc., Il.3.116, A.Th.37, Hdt.7.15, etc.; of troops, A.Pers.34 (anap.), Th. 470 : c. dupl. acc., ὁδὸν π. τινά send one on a journey, S.Aj. 739, cf.El. 1163 ([voice] Pass.); also of things,πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν Od.5.167
, etc.; π. γράμματα, ἐπιστολήν, Pl.Ep. 310d, 323b; in letters, in the epistolary aorist, Th.1.129, X. An.1.9.25, LXX2 Es.4.14; π. κακόν τινι send one evil, Il.15.109;π. παραβᾶσιν Ἐρινύν A.Ag.59
(anap.); ποινάς, ζημίαν, Id.Eu. 203 (dub.), E.Fr. 506;ψόφον π. ἔσω Id.IT 1308
; ὕπνον, ὀνείρατα, S.Ph.19, El. 460; freq. of omens, π.οἰωνόν, τέρατα, Il.24.310, X.Mem. 1.4.15, cf. Smp. 4.48; ; alsoἱκεσίους π. λιτάς Id.Ph. 495
; π. ἀρωγάς, ἀλκάν, A.Eu. 598, S. OT 189(lyr.):—Constr.:1 c. acc. of place to which, π. τινὰ Θήβας, ἀγρούς, Id.OC 1770 (anap.), OT 761 : also c. dat., (anap.): but usu. with Preps., ἐς Τροίην, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, etc., Il.6.207, Od.5.37, etc.;π. εἰς Ἀΐδαο Il.21.48
;δόμον Ἄϊδος εἴσω Od.9.524
; π. εἰς διδασκάλων send to school, Pl.Prt. 325d (so πέμπειν alone, Ar.Fr. 216); π. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης over.., Od.4.560, etc. ; π.ἐπὶ Θρῃκῶν ἵππους to them, Il.10.464; but πέμπειν ἐπί τι send for a purpose,ἐπ' ὕδωρ Hdt.5.12
;ἐπὶκατασκοπήν X. Cyr.6.2.9
(π. εἰς κ. S.Ph.45);π. ἀρωγὴν ἐπὶ νίκην A.Ch. 477
codd. (anap.); π. ἐπί τινι send to him, Il.2.6; against.., A.Ag. 61 (anap.), etc.; for a purpose,ἐπὶ πολέμῳ X. HG4.8.17
; περί τινος about something, Th.1.91, X.Cyr.6.2.10; ὑπέρ τινος Epist. Philipp. ap.D.12.12; παρά or πρός τινα to some one, Th.2.81, X.An.5.2.6;ὥς τινα Th.8.50
.2 folld. by Advbs., οἴκαδε, οἶκόνδε, Od.19.281, 24.418;ὅνδε δόμονδε Il.16.445
;θύραζε Od.9.461
;πόλεμόνδε Il. 18.452
, etc.; ἕταρον γὰρ.. πέμπ' Ἄϊδόσδε was conducting or convoying Patroclus to Hades, 23.137.3 folld. by inf. of purpose,τὴν.. ἅρμασι π. νέεσθαι Od.4.8
;ἕπεσθαι Il.16.575
;ἰέναι Od.14.396
;ἱκανέμεν 4.29
;ἄγειν 24.419
;φέρειν Il.16.454
; φέρεσθαι ib. 681 ; ; send word,πέμπεις.. σῇ δάμαρτι, παῖδα σὴν δεῦρ' ἀποστέλλειν E.IA 360
; πέμπουσιν οἱ ἔφοροι.. στρατεύεσθαι sent him orders to march, X.HG3.1.7 : also c. part.,κήρυκας π. ἀγγέλλοντας IG 12.76.22
: the place from which is expressed by ἀπό or ἐκ, Il.16.447, Od.11.635, etc.4 abs., ;πέμπει κελεύων Th.1.91
, 2.81;ἐκέλευε.. πέμπων X. An.2.3.1
;ἔπεμπε πρὸς Κῦρον δεόμενος Id.Cyr.1.5.4
;ἔπεμπον ἐρωτῶντες Id.An.6.6.4
, etc.5 send forward, nominate a person for a post, ὀνόματα Wilcken Chr.28.20 (ii A.D.) :—[voice] Pass., ib.392.7 (ii A.D.).II send forth or away, dismiss, send home,τὸν ξεῖνον Od.7.227
, al.: less freq. in Il., as 24.780; χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν 'welcome the coming, speed the parting guest', Od.15.74 ;ὑπέδεκτο καὶ πέμπε 23.315
; of the father who sends off his daughter to go to her husband, c. dat., 4.5 ;π. τινὰ ἄποικον S.OT 1518
, etc.2 of missiles, discharge, shoot, : metaph.,ὄμματος.. τόξευμα A. Supp. 1005
: abs.,οἱ πολλάκις πέμποντες ἔστιν ὅτε τυγχάνουσι τοῦ σκοποῦ Eun. VS p.495
B.III conduct, escort, Il.1.390, Od.14.336, S.Tr. 571, etc.; freq. of Hermes and other gods, Od.11.626, A. Eu. 12, Supp. 219; ὁ πέμπων abs., of Hermes, S. Ph. 133 (cf.πομπός, πομπαῖος, etc.); of a ship, convey, carry, Od.8.556, cf. A.Supp. 136(lyr.); (lyr.), cf. Pi.P.4.203 ([voice] Pass.).2 πομπὴν π. conduct, or take part in, a procession, Hdt.5.56, Ar. Ec. 757, Th.6.56, Lys. 13.80, D.4.26, etc.; π. χορούς move in dancing procession, E.El. 434(lyr.); Παναθήναια π. Men. 494, Philostr. VA4.22 :—[voice] Pass., φαλλὸς Διονύσῳ πεμπόμενος carried in procession in his honour, Hdt.2.49, cf. Plu.Aem. 32, Demetr.12;τῆς πομπῆς ὅπως ἂν ὡς κάλλισταπεμφθῇ IG12.84.27
;χορὸς ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος X. Mem.3.3.12
.IV send as a present, εἵματα, σῖτον, Od. 16.83,4.623; π. δῶρα, σκῦλα, ξένια, Hdt.7.106 ([voice] Act. and [voice] Pass.), S.Ph. 1429, X.Cyr.3.1.42.B [voice] Med., πέμπεσθαί τινα send for one, S.OC 602, ubiv. Sch.; τί χρῆμ' ἐπέμψω τὸν ἐμὸν ἐκ δόμων πόδα; E.Hec. 977. -
23 ἐκπίπτω
A fall out of,δίφρου Il.5.585
;ἵππων 11.179
;ἀντύγων ἄπο E.Ph. 1193
, etc.: c. dat. pers.,τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός Il.15.465
; θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ fell from his eyes, 2.266 : abs., fall out, 23.467 ; fall down, of trees, Thphr.HP9.2.7 ; meteors,Epicur.
Ep.2p.54U.—After Hom., in various relations, freq. as [voice] Pass. of ἐκβάλλω :1 of seafaring men, to be cast ashore,ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων Od.7.283
;ἐ. τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Hdt.3.138
;πρὸς τὰς πέτρας Id.8.13
;πρὸς πέτραις E.Hel. 1211
; ναυαγὸν ἐ. ib. 539 ;ἐ. πρὸς τὴν χώραν Pl.Lg. 866d
; of things, suffer shipwreck, X.An.7.5.13 ; of fish, to be cast up, Arist.HA 601b32.2 fall from a thing, i.e. be deprived of it,ἐκ πολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐς πτωχηΐην Hdt.3.14
, cf.Lys.Fr.1.1 ; τυραννίδος, ἀρχῆς, A.Pr. 756, 757 ;[ἀπὸ] τῶν ἐλπίδων Th.8.81
;ἐκ τῆς δόξης Isoc.5.64
;τῶν ὑπαρχόντων Phld.Ir.p.51
W.3 to be driven out,[ἐκ τῆς ἀκροπόλιος] Hdt.5.72
; to be banished,ἐ. ἐκ τῆς πατρίδος Id.1.150
, cf. 6.121 ;ἐ. χθονός S.OC 766
, cf. Aj. 1177 ;ἐ. πολέμῳ ἢ στάσει Th.1.2
;γυμνὸς θύραζ ἐξέπεσον Ar.Pl. 244
; ὑπό τινος by a person,ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Hdt.8.141
;ὑπὸ τοῦ πλήθους Th.4.66
, cf. Inscr.Prien.37.71 ;πρός τινος A.Pr. 948
, S.Ant. 679 :—in Th.7.50 the prep. ἐς is corrupt.4 of limbs, to be dislocated, Hp.Art.8, etc. ; of flesh, mortify and separate itself, Id.Fract. 27 ; so ἐ. ὀδόντες, πτερά, Arist.GA 745b6, HA 519a26, etc. ; of atoms,ἐκπεσοῦσαι κατέψυξαν Epicur.Fr.60
.5 go forth, sally out, Hdt.9.74 ;ἐκ τοῦ σταυρώματος X.HG4.4.11
: abs., Id.An.5.2.17 ; of rays, issue forth, Alex. Aphr. de An.127.31.6 come out, of votes, X.Smp.5.10 ; turn out, happen, Vett.Val.70.27, al.7 escape, Th.6.95.8 of oracles, issue,χρησμὸς ἐκπίπτει Luc.Alex.43
, etc. ;ἐκπεσεῖν φωνὴν ἐξ ἄλσους Plu.Publ.9
; to be published, become known,εἰς ἀνθρώπους ἀπαιδεύτους Pl.Ep. 314a
;φήμη ἐ. ἐς τοὺς Ἕλληνας Plu.Cleom.5
: abs.,ἀπόκρισις ἐ. Plb.30.32.10
.b digress, Isoc.12.88 ;ἐ. ἐκ τοῦ λόγου Aeschin. 2.34
; but ἐ. τῆς διανοίας miss the sense, Olymp.in Mete.7.26 ; fall outside of a class, Alex.Aphr. de An.169.17.10 of things, escape one unawares,φασὶν ἐκπεσεῖν αὐτούς Arist.EN 1111a9
, cf. Plu.Per.8 ;ἐ. τὴν αἴσθησιν Alex.Aphr. in Sens. 147.18
; of reason, fail, be lacking, Arist.MM 1202a3.11 degenerate,εἰς ἀλλότριον ἦθος Pl.R. 497b
; εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν slip into.., Arist.Pol. 1342b11 : abs., come to naught, Ep.Rom.9.6 ; to be dilapidated, IG22.204.74.12 of actors or dramatic pieces, to be hissed off the stage, D.18.265, Arist.Po. 1456a18, 1459b31 : so of orators, Pl.Grg. 517a, cf.Phlb. 13d.14 of things, arise from,ἔκ τινος A.D.Adv.136.3
.15 of money, cease to be current, IG7.303.14 (Oropus, iii B.C.).16 run to excess,δι' ἀοριστίαν Epicur.Sent.Vat.63
;[ὁ πλοῦτος] εἰς ἄπειρον ἐ. Id.Sent.15
, cf.Luc.JConf.7.b Geom., as [voice] Pass. of ἐκβάλλω, to be produced, Archim.Spir.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπίπτω
-
24 αποτυγχανω
(fut. ἀποτεύξομαι)1) давать промах, ошибаться, обманываться(περί τινος Xen.; οἱ πολλάκις ἀποτετυχηκότες Arst.)
ἀ. τοῦ σκοποῦ Plat. — бить мимо цели;ἀ. τινός Plat., Arst., Dem., Plut., ἔν τινι Arst., Polyb., κατά τι Arst. и τινί Diod. — терпеть неудачу или просчитываться в чем-л., не достигать чего-л.;τὰ ἀποτετευγμένα Luc. — просчеты, промахи2) терятьὧν εἶχον ἀπέτυχον Xen. — они потеряли (все), что имели
-
25 ὥτε
1 just as introducing similes ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (Boeckh: ὥστε codd.) O. 10.86 ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ (Bergk: ὥστε unus cod. om. rell.) P. 4.64 ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον ( ὥστε v. l.) P. 10.54 ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (ᾧτ, ὥτ codd.: ὧτ Tricl.: ]ωσταπο[ Π.) N. 6.28 ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (Schr.: ὧτε codd.) N. 7.62 ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Boeckh: ὡσείτε codd.: ὥστε Tricl.) N. 7.71 ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμέ- νεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὥσθ, ὧθ codd.) N. 7.93 ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νέμεα, τεμεῷ τε codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ἅτε, ὧτε codd.) I. 4.18 -
26 βάλλω
Aβαλέω Il. 8.403
, , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.προ-βάλεσκε Od. 5.331
; later [tense] aor. 1 (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.βαλέειν Il.2.414
,al., Hdt.2.111,al., butβαλεῖν Il.13.387
, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.βλείς Id.176
, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.βεβλήκειν Il.5.661
:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.βαλλέσκετο Hdt.9.74
: [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68
.γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.βληθήσομαι X.HG7.5.11
, ([etym.] δια-) E.Hec. 863; alsoβεβλήσομαι Id.Or. 271
, Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13
([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.ἐβλήθην Hdt.1.34
, Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,ἔβλητο Il.11.675
,ξύμβλητο 14.39
; subj.βλήεται Od.17.472
; opt. βλῇο orβλεῖο Il.13.288
; inf.βλῆσθαι 4.115
; part.βλήμενος 15.495
: [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.βεβλήαται 11.657
(but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.δια-βεβλῇσθε And.2.24
: [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.περι-εβεβλέατο Hdt.6.25
.—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.A [voice] Act., throw:I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495
;τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350
, cf. 4.473, al.; so even inἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73
; and ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514
: c. dupl. acc. pers. et partis,μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583
: c. acc. partis only, 5.19, 657; soτὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15
;δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144
: c. acc. cogn.,ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795
; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.2 less freq. of things, ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph., , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885
(so [voice] Pass.,σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122
(Phld.)); strike the senses, of sound,ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535
, cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412
;τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538
.3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57
(hence metaph., praise, Id.O.2.98);φθόνος βάλλει A.Ag. 947
;φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37
.II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,βαλὼν βέλος Od.9.495
; . 346, cf. Od.20.62;ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629
: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155
;βέλεσι Od.16.277
: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29
;ἐπίσκοπα Luc.Am.16
; alone,οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33
: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.2 generally of anything thrown,εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314
;τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429
; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71
; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;β. κόπρον POxy.934.9
(iii A. D.): henceβ. ἀρούρας
manure,PFay.
118.21 (ii A. D.): metaph.,ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364
;β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535
(lyr.);β. λύπην τινί S.Ph.67
.b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;γῆς ἔξω β. S.OT 622
;β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333
; :—[voice] Pass.,ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164
(Mel.); on a sick-bed,Ev.Matt.
8.14: then metaph.,ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221
;ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376
; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα); κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053
.3 let fall,ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306
, cf. 23.697;β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198
, cf. 114;κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206
;κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396
;αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183
; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;βοῦς βεβληκώς SIG958.7
([place name] Ceos).4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ;πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or. 958
: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at.., Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at.., Id.3.8.10.5 of animals, push forward or in front,τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572
; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44
: metaph.,β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12
.6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574
, cf. 17.40, 21.104;μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470
;ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721
(lyr.);φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51
;τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33
; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17
;εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12
, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513
; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; ;ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16
; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.b esp. of putting round,ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722
; of clothes or arms,ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204
; put on,φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5
.d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).7 of dice, throw,τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33
, cf. Pl.Lg. 968e;ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330
: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or to be lucky, successful,Phld.
lr.p.51 W., Rh.1.10 S.III intr., fall,ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722
, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)ἔβαλε Act.Ap.27.14
; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.2 in familiar language, away with you! be hanged!Ar.
V. 835, etc.;βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a
, cf. Men.Epit. 389.B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107
;εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435
;ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84
, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610
.2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513
(lyr.).4 lay as foundation,κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3
, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b
;χάρακα Plb.3.105.10
, Poll. 8.161; simply, build,ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13
; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; .II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (butλουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303
). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.) -
27 στοχάζομαι
Aἐστοχαζόμην Id.Euthd.277b
: [tense] fut.- άσομαι Isoc.Ep.6.10
, M.Ant.10.6: [tense] aor.ἐστοχασάμην Pl.Grg. 464c
, Hp.VM9: [tense] pf.ἐστόχασμαι Pl.Lg. 635a
, Arist.HA 571a27:— Gal. uses this [tense] pf., as also [tense] aor. ἐστοχάσθην, in pass. sense, [tense] pf. in 10.885, 11.35, [tense] aor. in 13.713, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.40; ἐστοχάσθην in act. sense, Ps.-Callisth.1.3 (cod. L): ([etym.] στόχος):— aim or shoot at, c. gen., [ σκοποῦ] Pl.R. 519c, Isoc.l.c.;δίκην τοξότου σ. τινός Pl.Lg. 706a
; ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου aiming at another man hit the deceased, Antipho 2.1.4;σ. ἀνθρώπων X.Cyr.1.6.29
.2 metaph., aim at, endeavour after,μέτρου Hp.VM9
; ;τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Id.R. 462a
;τῆς σωτηρίας Id.Lg. 962a
;ἡ φύσις ἐστόχασται ἑκάστου οὐδέν τι ἔλασσον τῆς ἀπολήξεως ἢ τῆς ἀρχῆς M.Ant.8.20
;τοῦ γέλωτα ποιῆσαι Arist.EN 1128a6
; τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένου Id HA l.c.; σ. τῶν μάλιστα φίλων κριτῶν aim at having them as judges, X.Cyr.8.2.27; soτῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Plb.6.16.5
;τῶν πολιτῶν LXX 2 Ma.14.8
; also , cf. 962d;οὕτω σ. ὅπως.. Hp.Art.4
, cf. Diocl.Fr.138, SIG609.7 (Delph., ii B.C.), PTeb.27.70 (ii B.C.).II endeavour to make out, guess at a thing, c. gen., ;τῆς τῶν θεῶν σ. διανοίας Isoc.1.50
; σ. τοῦ συμβουλευομένου guessing at the mind of their consultant, Pl.La. 178b: abs., make guesses, feel one's way,εὖ γε στοχάζει S.Ant. 241
codd.; στοχαζομένη τὰ συμφέροντα ἐκπληροῦν by guessing, X.Mem.2.2.5;οὐ γνοῦσα, ἀλλὰ στοχασαμένη Pl.Grg. 464c
, cf. Phlb. 56a; calculate, Cleom.2.1; infer, (Teos, ii B.C.), Plb.1.14.2, al.;διά τινος Id.3.68.10
;ἀπό τινος Ocell.1.1
: c. acc. et inf.,στοχαζόμεθα τὸν Δημήτριον μὴ κατειληφέναι Ζηνόδωρον ἐν πόλει PCair.Zen.367.13
(iii B.C.), cf. POxy.931.9 (ii A.D.): c. acc., survey, explore, ; αἰῶνα ib.Wi.13.9; guess at. τοὺς πλησίον ib.Si.9.14; τοιοῦτον τὸν κόσμιον στοχάζου expect the κόσμιος to be like that, Polem.Phgn.2.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοχάζομαι
-
28 τυγχάνω
Aτύγχανον Od.14.231
, ([etym.] παρετ-) Il.11.74: [tense] fut.τεύξομαι 16.609
, Od.19.314, Ar.Eq. 112, Lys.18.23 (also as [tense] fut. [voice] Med. of τεύχω): [tense] aor. 2 ἔτῠχον, [dialect] Ep. τύχον, Il.5.287, 587, etc.; [dialect] Ep. subj. τύχωμι, -ῃσι, 7.243, 11.116; later also τετύχῃσι, Max.577; late [dialect] Ep. opt.τετύχοιμι Man.3.299
: [dialect] Ep. also [tense] aor. 1ἐτύχησα Il.15.581
, al., Hes.Fr.15: [tense] pf. τετύχηκα (intr.) Od.10.88 (part. τετυχηκώς, v.l. τετυχηώς. Il.17.748), Th. 1.32, (trans.) X.Cyr.4.1.2, Isoc.3.59; later also τέτευχα, D.21.150 (cod. S), Arist.EN 1119a10, PA 647b15, freq. later, PEnteux.6.7 (iii B. C.), UPZ123.30 (ii B. C.), PStrassb.98.10 (ii B. C.), Inscr.Prien.108.287 (ii B. C.), etc.; [dialect] Dor. [tense] pf. inf. (Cos, iii B. C.); but [dialect] Ion. [tense] plpf.ἐτετεύχεε Hdt.3.14
; τέτυχα v.l. in Ep.Hebr.8.6, v.l. in J.BJ7.5.4, ([etym.] συν- ) Aristeas 180, etc.; part.τετυχώς Jahresh.29
Beibl. 163 (Stara Zagora):—[voice] Med., [tense] aor. 1 :— [voice] Pass., [tense] impf.ἐτυγχάνετο Ant.Lib.39.3
(dub.): elsewh. in compds, [tense] aor. 1 ἐτεύχθην ([etym.] ἐν-) Plb.35.6.1: [tense] pf. τέτευγμαι ([etym.] ἐπι-) Id.6.53.2.A happen to be at a place, εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν even if she be quite near, Il.11.116; μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις may'st thou not be there, Od.12.106; ;πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς Il.17.748
(but in these last two places the meaning may be ' has been made' (though not by human agency), cf. [γαῖα] οὐδ' εὐρεῖα τέτυκται Od.13.243
;γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο Il.8.163
, etc.; v. ad fin.).2 of events, and things generally, happen to one, befall one, come to one's lot, c. dat. pers., οὔνεκά μοι τύχε πολλά because much fell to me, Il.11.684;καί μοι μάλα τύγχανε πολλά Od.14.231
; , cf. Pers. 706 (troch.);οἷ' αὐτοῖς τύχοι S.Ph. 275
;εἴ τι δεσπόταισι τυγχάνει E.Alc. 138
: abs.,εἰ δ' αὖθ', ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι A.Th.5
, cf. Ag. 347, etc.;ἄριστα πρὸς τὸ τυγχάνον E.Hel. 1290
, cf. Ion 1511.b [tense] aor. part. ὁ τυχών, the first one meets, any chance person, Hes.Th. 973, Pl.R. 539d, etc.;οἱ τ.
everyday men, the vulgar,X.
Mem.3.9.10, etc.;εἷς ἦν τῶν τ. Isoc.10.21
; οὐχ ὁ τ. ἀνήρ, of Moses, Longin.9.9: so of things, τὸ τυχόν any chance result, Pl.Ti. 46e; ; οὐχ ὁ τ. λόγος no common discourse, Pl.Lg. 723e;σύνεσιν οὐ τὰν τυχοῦσαν Archim.
Spir.Praef.; οἱ τ. φόβοι trifling fears, Lycurg.37; καίπερ τὸ τ. καταβαλοῦσιν though they may have paid a trifling sum, Str.5.2.7:—Math., τυχὸν σημεῖον any point (at random), Euc.1.5, cf. 6.9; ἄλλα, ἃ ἔτυχεν, ἰσάκις πολλαπλάσια any other equimultiples taken at random, Id.5.4.3 in [ per.] 3sg. [tense] aor. or [tense] impf., impers. (sts. also pers.) in relat. clauses, as (when, where, etc.) it (he, she, etc.) happened (may happen, etc.), i. e. anyhow, at any time, place, etc., καὶ ἀρχομένοις καὶ μεσοῦσι καὶ ὅπως ἔτυχέ τῳ at the beginning, middle, or any other point, Th.5.20; ὡς ἔτυχε ζημιοῦσθαι to be penalized just anyhow, X.Mem.3.9.13; οὐχ ὡς ἔτυχεν in no ordinary manner, Men. Sam.79, BMus.Inscr.4.481*.340 (Ephesus, ii A. D.); τὴν μὲν δικαίαν, τὴν δ' ὅπως ἐτύγχανεν just anyhow, E.Hipp. 929; ἀποτετμάσθω δύο τμάματα ὡς ἔτυχεν let two segments be cut off at random, Archim. Con.Sph.24;χώρᾳ γ' ἐν ᾗ ἔτυχε X.Oec.3.3
;ὅπου ἔτυχεν Id.Cyr.8.4.3
;ὅπου ἂν τύχῃ Pl.Prt. 242e
; sometimes,Pl.
Phd. 89b; sometimes,E.
El. 1169 (lyr.); but, at any odd time, Th.1.142;ἡνίκ' ἂν τ. D.1.3
; ἂν τύχῃ, εἰ τύχοι, it may be, Pl.Cra. 430e, Hp.Mi. 367a;τὸ δέ, εἰ ἔτυχεν, οὐχ οὕτως ἔχει Id.Cra. 439c
;εἰ οὕτως ἔτυχεν Arist.Cat. 8b12
; mere chance,Pl.
Phlb. 28d: with attraction of the relat. Pron.,τὸ οἷς ἔτυχε προσκρούειν Plu.Cic.27
;ὡμίλει ᾧ τύχοι Plb.26.1.3
;ὧν ἔτυχε πιμπλάμενος Luc.Vit.Auct.9
; οὐδὲ γὰρ ὧν ἔτυχ' ἦν they were not just any acts, D.18.130.b c. acc. et inf.,ἔτυχε ὄμβρον συνεργῆσαι Plu.Alc.28
, cf. Ael.NA5.6; ἔτυχεν ὥστε .. D.C.39.12.4 sts. the Verb agrees in person and number with the subject of the principal clause, perhaps by assimilation, ἀπαίροντες ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ὁπόθεν τύχοιεν, for ὁπόθεν τύχοι, Th.4.26, cf. 93, 5.56, 7.70, Pl.Tht. 179c; ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο λέγουσι they say just anything, Id.Prt. 353a;ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουτιν Id.Cri. 45d
, cf. Grg. 522c, Smp. 181b; ;ὡς ἐτύγχανον ἕκαστοι, ηὐλίζοντο X.An.2.2.17
, cf. 3.1.3;τάχ' ἄν, εἰ τύχοιεν, σωφρονέστεροι γένοιντο D.15.16
;δουλεύειν μᾶλλον ἢ μεθ' ὁποτέρου ἂν τύχωσι τούτων ἐλευθέρους εἶναι Th.8.48
; πρὸς ὀργὴν ἥν τινα τύχητε ἔστιν ὅτε σφαλέντες τὴν τοῦ πείσαντος μίαν γνώμην ζημιοῦτε yielding to the impulse of the moment, Id.3.43; Ra. 945: with attraction of the relat. Pron.,οὓς ἂν τύχῃς ἐπαινῶν Isoc.12.206
.5 neut. part. τυχόν, used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., since it so befell,οὕτως τ. Luc.Symp.43
.b as Adv., perchance, perhaps, Isoc.4.171, X.An.6.1.20, Pl.Alc.2.140a, 150c, D.18.221, 21.41, Men.Pk. 184, 1 Ep.Cor.16.6;τ. ἴσως Epich.277
, E.Fr.953.9, Men. Epit. 287, Plb.2.58.9; τυχὸν μὲν.., τυχὸν δὲ .. Arr.An.1.10.6, etc.II joined with the part. of another Verb to express a coincidence, τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς a ship happened to be, i. e. was just then, starting, Od.14.334;ξεῖνος ἐὼν ἐτύχησε παρ' ἱπποδάμοισι Γερηνοῖς Hes.Fr.15.3
, cf. Semon.7.19, Pi.N.1.49;πρυτανεία ἣ ἂν τυγχάνῃ πρυτανεύουσα IG12.63.27
, cf. 52; τὰ νοέων τυγχάνω what I happen to have, i.e. have at this moment, in my mind, Hdt. 1.88, cf. 8.65,68.ά; ἐτετεύχεε ἐπισπόμενος Id.3.14
; ὃ τυγχάνω μαθών which I have just learnt, S.Tr. 370; παρὼν ἐτύγχανον I was by just then, Id.Aj. 748; τυγχάνει καθεύδων he is sleeping just now, Ar.V. 336 (troch.); ἔτυχον στρατευόμενοι they were just then engaged in an expedition, Th.1.104; ἔτυχε κατὰ τοῦτο καιροῦ ἐλθών he came just at this point of time, Id.7.2; ἥτις δέ τοι μάλιστα σωφρονεῖν δοκεῖ, αὕτη μέγιστα τυγχάνει λωβωμένη she is just the one who.., Semon.7.109; but freq. τυγχάνω cannot be translated at all, esp. in phrase τυγχάνω ὤν, which is simply = εἰμί, S.Aj.88, Ar.Pl.35, Pl.Prt. 313c, etc.2 the part. ὤν is sts. omitted, ; εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε ib. 1457; νῦν δ' ἀγροῖσι τυγχάνει ib. 313;ἔνδον γὰρ ἄρτι τυγχάνει Id.Aj.9
;εἴ τις εὔνους τυγχάνει Ar.Ec. 1141
;εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων Pl.Prt. 313e
, cf. Grg. 502b, R. 369b, al.: sts. τυγχάνειν is used much like εἶναι, Σωτὴρ γένοιτ' ἂν Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών A.Th. 520; οὐκ ἀποδάμου τυχόντος not being absent, Pi.P.4.5 (cf. τόσσαις); ποῦ χρὴ τηνικαῦτα τυγχάνειν; E.IA 730
; τ. ἐν ἐμπύροις to be engaged in.., Id.Andr. 1113; freq. in Arist., , cf. 1289b16, Top. 151b11; also in later Gr.,τὰ ἑπτάμηνα γόνιμα τυγχάνειν Sor.1.55
, cf. 69, al.;νέος πάνυ τυγχάνων PLips. 40 ii 7
(iv A. D.), etc.:—Phryn.244 rejects this usage in Attic.b τυγχάνον, = τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον, the external reality, e. g. αὐτὸς ὁ Δίων as distd. both from the word ([etym.] φωνή) Δίων and its meaning, Stoic.2.48.c τὰ πράγματα τυγχάνοντα καλοῦσι (sc. οἱ Στωϊκοί) , τέλος γὰρ τὸ τυχεῖν τούτων, ib.77.3 later c. inf., τυγχάνομεν ἐπιδεδωκέναι we happen to have handed in.., we have just handed in.., PTeb.796.13 (ii B. C.), cf. PSI10.1118.8 (i A. D.), 1.39.4 (ii A. D.), Heliod. et Antyll. ap. Orib.44.8.21, 25, 44.23.21, Gal. 18(2).394.B gain one's end or purpose, succeed,οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας Il. 23.466
;εἰ τύχῃ τις ἔρδων Pi.N.7.11
, cf. 55; τὸ τυχεῖν, = νίκη, Id.O.2.51;πείθειν.. τυγχάνειν θ' ἅμα E.Hec. 819
;εἰ τύχοιμεν Th.4.63
; τυχόντες if successful, opp. σφαλέντες, Id.3.39, cf. 82, Pi.P.10.62;τυγχάνουσι καὶ ἀποτυγχάνουσι Arist.Po. 1450a3
;ὀρθῶς πράττειν καὶ τ. Pl.Euthd. 280a
; gain one's request, Hdt.1.213 (so τυχόντα γνώμης in Th.3.42); in speaking, to be right,τί νιν καλοῦσα.. τύχοιμ' ἄν; A.Ag. 1233
, cf. Ch.14, 317 (lyr.), S.Ph. 223, OC 1580; (lyr.):—[voice] Pass., impers., αὐτῷ πρὸς τὸ ἔργον οὐδὲν ἐτυγχάνετο nothing went right, dub. in Ant.Lib. 39.3:—in part. τυχήσας or τυχών, combined with νύξε, βάλε, οὖτα, etc., pierce, wound, etc., successfully, so that the whole phrase means hit,ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῗδα τυχήσας Il.5.579
, cf. 858, 12.394; βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας ib. 189; , cf. 5.98, 582, 13.371, 397, Od.19.452, al.; also conversely,θηρητὴρ ἐτύχησε βαλών Il.15.581
;βαλὼν τύχω Hdt.3.35
; also apart from such combinations, hit, c. gen.,προβιβάντος Il.16.609
;μηρίνθοιο 23.857
;τ. τοῦ σκοποῦ Pl.Lg. 717b
, cf. R. 523b, Th.2.35, X.An.3.2.19, Ap.1: c. dupl. gen.,εἰ.. τοῦ παιδὸς.. τύχω μέσης τῆς καρδίης Hdt. 3.35
: abs.,ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες Il.5.287
;αἰ κε τύχωμι 7.243
, Od.22.7.II hit upon, light upon:1 meet, fall in with persons, Αακεδαίμονι.. τυχήσας having met [him] in Lacedaemon, Od.21.13: c. gen., ; τριακτῆρος ib. 172 (lyr.);ἀγαθῶν ἀνδρῶν Lys.2.5
;γυναικῶν X.Smp.9.7
: with a predicate added,μή τευ μελαμπύγου τύχῃς Archil.110
;προφρόνων Μοισᾶν τ. Pi.I.4(3).43(61)
;θεῶν ἀμεινόνων τ. E.Heracl. 351
;ἐμοῦ.. οἰκητοῦ S.OT 1450
, cf. 677;ἡμῶν τ. οἵων σε χρή E.Hel. 1300
, cf. Lys.18.23;ἐρωτᾶτε αὐτοὺς ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον X.An.5.5.15
;τοῦ δαίμονος.. κακοδαίμονος Ar.Eq. 112
.2 light on a thing,τύχε γάρ ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
; attain, obtain a thing, c. gen.,πομπῆς καὶ νόστοιο Od.6.290
;αἰδοῦς Thgn.253
, cf. 256; [ οἴκτου] A.Pr. 241;ξυγγνώμης Th.7.15
; ; of meeting with misfortunes, βίης τυχεῖν meet with, suffer violence, Hdt.9.108; τραυμάτων, κακῶν, A.Ag. 866, E.Hec. 1280; δίκης, κρίσεως, Pl.Grg. 472d, Phdr. 249a, cf. Lg. 869b: abs., have the lot or fate,ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω ἄλλος δὲ βιώτω, ὅς κε τύχῃ Il.8.430
; (where τὴν is governed by αἰτήσας).b after Hom. also c. acc. of neut. Adj. or Pron.,τὰ πρόσφορα A.Ch. 711
, cf. Eu.30, S.OC 1106, Ph. 509 (lyr.), E.Med. 758, Hec.51: later the acc. is used more freely,τ. ἐπίστασιν Sammelb.5235.15
(i A. D.); (ii A. D.);βοήθειαν PGoodsp.Cair.15.14
(iv A. D.); (iv A. D.); .c after either case a gen. pers. may be added, obtain a thing from a person,ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι S.Ph. 1315
;σου τοῦτο τ. Id.OC 1168
; or the pers. may be added with a Prep.,τ. ἐπαίνου ἔκ τινος Id.Ant. 665
;παρὰ σεῖο τ. φιλότητος Od.15.158
;τιμίαν ἕδραν παρ' ἀνδρῶν A.Eu. 856
(dub.);αἰδοῦς ὑπό τινος X.Cyr.1.6.10
, cf. Mem.4.8.10, etc.: abs.,χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν Pi.P.3.104
.d c. inf.,οἶμαί σου τεύξεσθαι μεθεῖναί με Pl.Phlb. 50d
;ἐὰν ψαῦσαι τοῦ νεκροῦ τύχωμεν Plu.Pel.33
; οὐ τυχὼν ἐπιδείξειν ( = ἐπιδεῖξαι ) not having succeeded in proving, PPetr.3p.153 (iii B. C.). (Τυ-γ-χ-άνω, with ἐτύχησα, τετύχηκα, is formed from the [tense] aor. τυχ-εῖν, which was orig. the [tense] aor. [voice] Pass. (with act. form) of τεύχω 'make'; ἔτυχε = factum est, as ἔτραφον = I was nourished (v. τρέφω); senses A.1.1-3 are the oldest and are parallel toτεύχω 11
(esp.[voice] Pass.); many of the forms belong equally to both verbs; τιτύσκομαι like wise belongs to both verbs; τ (ε) υχ- from Θ (ε) υχ-, cf. ἀποθύσκειν, ἐνθύσκει, συνθύξω, and perh. Germ. taugen 'to be capable, useful', Engl. dow, doughty.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυγχάνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
πασιφισμός — (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που… … Dictionary of Greek
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
νομικό πρόσωπο — Είναι η ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού ή το σύνολο περιουσίας αφιερωμένης στην εξυπηρέτηση ενός επίσης σκοπού, η οποία αποκτάει τη νομική προσωπικότητα, όταν συντρέξουν ορισμένοι όροι και τηρηθεί η διαδικασία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek