-
1 γείτων
A neighbour, borderer,γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου Od.4.16
, cf. 9.48, Hes.Op. 346, etc.; opp. σύνοικος, Pl.Lg. 696b;γ. τινός E.IT 1451
, X.An.3.2.4; τινί ib.2.3.18; ἐκ τῶν γ. or ἐκ γειτόνων from or in the neighbourhood, Ar.Pl. 435, etc.;οἷον ἐκ γ. φωνὴν θηρευόμενοι Pl.R. 531a
;λύχνον ἐκ τῶν γ. ἐνάψασθαι Lys.1.14
;ἐκ γ. τῆς πατρίδος μετοικεῖν Lycurg.21
, cf. Str.10.4.12; rarelyἀπὸ γ. D.S.13.84
; ἐν γειτόνων (sc. οἴκοις)οἰκεῖν Men.Pk.27
, Luc.Philops.25, etc.;τὸ χωρίον τὸ ἐν γ. D.53.10
: metaph., ἐν γ. εἶναι to be of like kind, Luc.Icar.8: prov.,μέγα γείτονι γείτων Alcm.50
, cf. Pi.N.7.87. -
2 φθείρω
φθείρω, [dialect] Aeol. [full] φθέρρω Hdn.Gr.2.303, al.; Arc. [full] φθήρω IG5(2).6.17 (Tegea, iv B. C.): [dialect] Ion. [tense] impf. φθείρεσκε ([etym.] δια-) Hdt.1.36: [tense] fut.Aφθερῶ X.HG7.2.11
, ([etym.] δια-) A.Ag. 1266, etc.; [dialect] Ion. φθερέω ([etym.] δια-) Hdt. 5.51; [dialect] Ep. φθέρσω ([etym.] δια-) Il.13.625: [tense] aor. 1 (troch.), X.HG7.2.4; poet.ἔφθερσα Lyc.1402
; Arc. [ per.] 3sg. opt. (?)φθέραι IG5(2).6.8
(Tegea, iv B. C.): [tense] pf.ἔφθαρκα Din.1.64
, ([etym.] δι-) E.Med. 226; Arc. part.ἐφθορκώς IG5(2).6.10
(Tegea, iv B. C.): —[voice] Med., [tense] fut. φθεροῦμαι (in pass. sense) S.OT 272, E.Andr. 708, Th.7.48; [dialect] Ion. φθερέομαι ([etym.] δια-) Hdt.8.108 (v.l. δια-φθαρέεται), 9.42 (vv. ll. δια-φθαρέονται, δια-φθορεῦνται); laterφθαροῦμαι Archig.
ap. Orib.8.23.5:— [voice] Pass., [tense] fut.φθᾰρήσομαι Hp.VM13
, Arist.Metaph. 1066b30, Epicur.Ep. 1p.7U., ([etym.] δια-) E.Hec. 802, etc., [dialect] Dor.- ησοῦμαι Ti.Locr.94d
: [tense] aor. ἐφθάρην [ᾰ] S.OT 1502, Th.7.13, Pl.Lg. 708c; poet. [ per.] 3pl.ἔφθαρεν Pi.P. 3.36
: also part.κατα-φθερείς Epich.35.13
: [tense] pf. , [ per.] 3pl.ἐφθάραται Th.3.13
; inf. , ([etym.] δι-) Is.9.37, [dialect] Aeol.ἔφθορθαι Eust.790.8
: [tense] plpf. [ per.] 3pl.ἐφθάρατο App.BC3.15
, ([etym.] δι-) Hdt.8.90. The compd. διαφθείρω is much more freq. than the simple Verb:— destroy things,μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17.246
; φ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους waste them, Hdt.1.76, cf. X.HG 7.2.11, An.4.7.20;τοὺς θεῶν νόμους S.Aj. 1344
; τὰς ναῦς v. l. in Th. 2.91;τὴν πόλιν καὶ νόμους Pl.Lg. 958c
, cf. X.Mem.1.5.3;εὐδαιμονίαν Din.
l. c.;ἔμβρυα Dsc.2.163
;τὸ συλληφθέν Sor.1.60
(also abs., miscarry, ib.59); τὸν κοινὸν οἶκον Mitteis Chr.284.11 (ii B. C.): —[voice] Pass., to be destroyed, S.Aj.25, etc.;ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται Arist.EN 1103b8
;εἰς τὸ μὴ ὂν φ.
pass away, cease to be,Epicur.
Ep.1p.5U.;δυὰς προσθέσει μονάδος εἰς τριάδα φθείρεται μηκέτι μένουσα δυάς Ph.2.509
; of animals, perish, PStrassb.24.15 (ii A. D.).2 of persons, μαψαῦραι... ναύτας φ. destroy them, Hes.Th. 876 (but perh. only [voice] Act. of signf. 11.4); (troch.), Ag. 652:—[voice] Pass., Id.Pers. 272, 283(lyr.);γειτόνων πολλοὶ ἁμᾷ.. ἔφθαρεν Pi.P.3.36
;νόσῳ ἐφθάραται Ἀθηναῖοι Th.3.13
, cf. 7.48;πρόρριζον ἔφθαρται γένος S.El. 765
; ἔφθαρμαι I am undone! Men. Her.13;μὴφθαρῶσιν PMich.Zen.80.4
(iii B. C.).3 corrupt, bribe, τινα D.S.4.73; lure, entice, trap, (s. v. l.); entices to its ruin, entraps,Trag.Adesp.
484 (s. v.l.); pervert, :—[voice] Pass., v. infr. 11.3.b seduce a woman,ὑπὸ τῆς θυγατρὸς ἀδικούμενον καὶ Διονυσίου τοῦ φθείραντος αὐτὴν κιναίδου PEnteux.26.11
(iii B. C.):—[voice] Pass., E.Fr. 485, D.Chr.11.153 (but not [dialect] Att. acc. to Phryn.53, Moer.p.103 P.), Artem.5.17.4 ruin, spoil, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς, of one who treads on rich carpets, A.Ag. 949; βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, of blood, Id.Ch. 1013; of a poison,ὧνπερ ἂν θίγῃ, φθείρει τὰ πάντα S.Tr. 716
;φαρμάκων φθείρειν πεφυκότων τὰ σώματα Gal.15.541
; δούλην (wet-nurse)μὴ φθείρουσαν τὸ γάλα BGU1058.29
(i B. C.), cf. Sor.1.88; τοῦ σώματος (sc. τῶν νοσούντων) φθείροντος τὸ θρέψαι δυνάμενον ib.90, cf. 63, al.5τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων οἱ βαφεῖς φθείρεσθαι καὶ φθοράν τὴν μῖξιν ὀνομάζουσιν Plu.2.393c
(whereμιαίνω 1
is compared).II [voice] Pass. (cf. supr. 1.1, 2),1 φθείρεσθε (as a curse) may you perish! ruin take you! Il.21.128, Sannyr. 10; φθείρου as an imprecation, go to the devil! be off! Ar.Ach. 460, Pl. 598, 610(anap.), E.Fr. 610;ἐκποδὼν ἡμῖν φθείρεσθε Herod.6.16
:c. gen., φθείρεσθε τῆσδε off from her! unhand her, let her go, E.Andr. 715 (so in [tense] fut. indic., εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης if thou dost not depart... ib. 708).b with a Prep., φθείρεσθαι πρὸς τοὺς πλουσίους, of hangers-on and flatterers, D.21.139, cf. Plu.Phoc.21, Eum. 14, Ant.24;εἰς ἡδονὰς ἀπὸ.. πόνων Anon.
ap. Stob.4.31.84;ἀκούω σε λυρῳδοῦ γυναικὸς ἐρᾶν καὶ εἰς ἐκείνης φθειρόμενον πᾶσαν τὴν ἐφήμερον ἄγραν κατατίθεσθαι Alciphr.1.18
.3 to be morally corrupted,ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXXGe.6.11
, cf. Ho.9.9, al.;ἔστι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ σκηνῶν ἐν τοῖς Ἀριστοβούλου φθειρόμενος PCair.Zen.37.7
(iii B. C.); φθαρεὶς Εὔτυχος ὑπὸ τῆς Ἀρσινόης ib.620.7 (iii B. C.); but ἐν Σικυωνίαι ἐφθαρμένους is f.l. for ἐν Σικυῶνι διεφθ. (cj. Sintenis) in Plu.Arat.40.4 of seafarers, wander, drift (cf. supr. 1.2,πολύφθορος 11.2
,φθορά 8
),πόσον χρόνον πόντου 'πὶ νώτοις ἅλιον ἐφθείρου πλάνον; E.Hel. 774
; ναυτίλους ἐφθαρμένους sailors driven out of their course, Id.IT 276; ; of shipwrecked persons, νεῶν ( ἐκ νεῶν Elmsl.) ; also of travellers or wanderers by land, οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον (v.l. τόπον) E.El. 234;ὁ Μενέλαος χρόνον πολὺν ἐφθείρετο πανταχόσε τῆς Ἐλλάδος D.Chr.7.95
; οὐδὲν δεῖ φθείρεσθαι περιόντα ( = περιιόντα)τὴν ἀρχὴν ἅπασαν Aristid.Or.26(14).33
; J.;τῶν μετοίκων τῶν ἐξ Ἑρμιόνης οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς Πειραιᾶ φθαρέντων Alciphr. 1.13
; μὴ περιΐδῃς ἀγαθοὺς γείτονας εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους ib.24; [Ἀλέξανδρον] ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν κτλ. φθειρόμενον Arr.An.7.4.2
; φθαρῆναι εἰς βάρβαρα ἔθνη ( ἐν βαρβάροις ἔθνεσι or ἔθεσι codd.) Phalar. Ep.49; φθαρέντων ἐς ἀλλήλους falling foul of one another, App. Praef.10 (s. v. l.).5 of women, χέρσους φθαρῆναι pine away in barrenness, S.OT 1502, cf. El. 1181 (unless wander, cf. supr. 11.4). (Cf. Skt. ksárati 'flow', later 'wane, perish', Avest. γζ?φθείρωXαρ- and ζ?φθείρωXγαρ- 'flow'.) -
3 ἐπαυρέω
A ,ἐπαυρίσκουσι Thgn.111
: [tense] aor.ἐπαῦρον Pi.P.3.36
, subj. ἐπαύρω, ῃς, ῃ (v. infr.), inf. ἐπαυρεῖν, -έμεν, Hom. (v. infr.):—[voice] Med.,ἐπαυρίσκομαι Il.13.733
, Demoer. 172, Hp.Nat.Puer.12, Morb.4.39: [tense] fut.ἐπαυρήσομαι Il.6.353
: [ per.] 2sg. [tense] aor. 1 ἐπηύρω ( ἐπηύρου Elmsl.) A.Pr.28, inf.ἐπαύρασθαι Hp.Jusj.
fin., Ep.27, Plb.18.11.7: [tense] aor. 2 , poet. [ per.] 2sg.ἐπαύρεο Pi.N.5.49
, [ per.] 3sg. ἐπηύρετο prob. in Arist.EN 1163a20; [dialect] Ep. [ per.] 2sg. subj.ἐπαύρηαι Il. 15.17
, -ῃ (cf. 11.3), [ per.] 3pl.- ωνται 1.410
; inf.ἐπαυρέσθαι E.IT 529
, And.2.2 (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπαυρεθέντα· ἐπιβάλλοντα, Hsch.I [voice] Act., partake of, share, c.gen. rei,τῶν.. βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν Il.18.302
; αὐτὸν.. σε βούλομ' ἐπαυρέμεν (gen. omitted) Od.17.81; πλεῖον νυκτὸς ἐπαυρεῖ enjoys a greater share of night, of Sirius, Hes.Op. 419; γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον many have had enjoyment of (i.e. suffered loss from) neighbours, Pi.P.3.36; τὸ μέγιστον ἐπαυρίσκουσι have enjoyment in the highest degree, Thgn.111; obtain, meet with,εἴ κε.. κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ A.R.2.174
.2 of physical contact, touch, graze, esp. of slight wounds, c. acc., παρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν (sc. τὰ δοῦρα) Il.11.573;μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ 13.649
: c. gen., λίθου δ' ἀλέασθαι ἐπαυρεῖν take care not to touch, 23.340: abs., καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ if the spear touch ever so little, 11.391, cf. Nic.Th. 763.II [voice] Med., reap the fruits, enjoy the benefit of a thing, whether good or bad:1 c. gen., in good sense,τοῦ πολλοὶ ἐπαυρίσκονται Il.13.733
;μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο Pi.N.5.49
;τοῦδ' ἐπαυρέσθαι θέλω E.IT 529
, cf. A.R. 1.677,4.964;μικροῦ δὲ βιότου ζῶντ' ἐπαυρέσθαι χρεών Trag.Adesp. 95.4
( = Com.Adesp.1207.4);τῆς ζόης ἐ. Herod.3.2
, cf. 7.26;τῆς ἐλευθερίας Plb.18.11.7
;οὐδὲ φάους.. πολλὸν ἐπαυράμενον IG12(7).302.5
([place name] Amorgos), cf. Epigr.Gr. 839 ([place name] Lebena): rare in Prose,εἰ.. χρὴ ἀγαθὸν ἐμοῦ ἐπαυρέσθαι And.2.2
;ἀποδοτέον.. ὅσον ἐπηύρετο Arist.EN 1163a20
; τάχα δ' ἄν τι καὶ τοῦ οὐνόματος ἐπαύροιτο may have got his fate from his name, Hdt.7.180;τίν' αἰτίαν σχὼν ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ; E. Hel. 469
.b more freq. in bad, though not ironical, sense, ἵνα πάντες ἐπαύρωνται βασιλῆος that all may enjoy their king, i.e. feel what it is to have such a king, Il.1.410;οὐ μὰν οἶδ' εἰ αὖτε κακορραφίης.. ἐπαύρηαι 15.17
: c. acc. et gen., τοιαῦτ' ἐπηύρω τοῦ φιλανθρώπου τρόπου such profit didst thou gain from.., A.Pr.28: abs., τῶ καί μιν ἐπαυρήσεσθαι ὀΐω I doubt not he will feel the consequences, Il.6.353; ἀπό τινος κακὰ ἐ. Demoer. 172.2ἐ. ἀπό τινος
get nourishment from..,Hp.
Morb.4.39.3 c. acc. rei, bring upon oneself,μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ Od.18.107
(v.l. ἐπαύρῃς, but perh. better taken as [ per.] 3sg. [tense] aor. [voice] Act., lest a greater evil reach thee).—Mainly poet. and [dialect] Ion.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαυρέω
-
4 πολυς
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
5 πολλός
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
6 ὑδρεύω
A draw fetch, or carry water, Od. 10.105, Thgn.264:—freq. in [voice] Med., draw water for oneself, [κρήνη] ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Od.7.131
, 17.206, cf. Hdt.7.193, E.Tr. 205 (lyr.);ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Th.4.97
;παρὰ τῶν γειτόνων Pl.Lg. 844b
; [ἀπὸ τελμάτων] ὑ. αἱ μέλιτται Arist. HA 626a11
.II trans., water, irrigate, Thphr.HP2.6.3.
См. также в других словарях:
Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek