Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔμβρυα

См. также в других словарях:

  • ἔμβρυα — ἔμβρυον young one neut nom/voc/acc pl ἔμβρυος growing in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • πολυεμβρυονία — η, Ν 1. βοτ. ο σχηματισμός περισσότερων τού ενός εμβρύων σε μια σπερματική βλάστη 2. ζωολ. ο σχηματισμός πολλών εμβρύων από ένα μόνο ζυγωτό 3. φρ. α) «γνήσια πολυεμβρυονία» βοτ. πολυεμβρυονία κατά την οποία τα έμβρυα αναπτύσσονται με διαίρεση τού …   Dictionary of Greek

  • Embryo — An embryo (from Greek: Polytonic|ἔμβρυον , plural Polytonic|ἔμβρυα , lit. that which grows, from en in + bryein to swell, be full ) is a multicellular diploid eukaryote in its earliest stage of development, from the time of first cell division… …   Wikipedia

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

  • Porphyrios — (griechisch Πορφύριος Porphýrios, latinisiert Porphyrius, ursprünglich syrisch Malik; * um 233 in Tyros; † zwischen 301 und 305 in Rom) war ein antiker Philosoph (Neuplatoniker). Im Gegensatz zu seinem Lehrer Plotin, dem Begründer des… …   Deutsch Wikipedia

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αδιάρθρωτος — η, ο (Α ἀδιάρθρωτος, ον) [διαρθρῶ] 1. αυτός που δεν διαρθρώθηκε, ασυναρμολόγητος, ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, ασύνδετος 2. (για τον λόγο) άναρθρος, συγκεχυμένος νεοελλ. (για έμβρυα) αυτό που δεν απόκτησε ακόμη άρθρα, μέλη τού σώματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ακεφαλία — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * Ιατρ. τερατογονία που συνίσταται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»