-
1 γειτων
Iἐκ (τῶν) γειτόνων Arph., Lys., ἀπὸ γειτόνων Diod. — от или у соседей;
II2gen. ονος1) соседний(πόντος Pind.; πόλις Pind., Plat.; χώρα Aesch.; Σκαμάνδριοι ῥοαί Soph.; τινί Eur., Xen., Plat. и τινός Eur., Xen.)
2) близкий, сходный(πρός τι Arst.)
ἐν γειτόνων εἶναι Luc. — быть сходным -
2 επαυρισκω
(act.: aor. 2 ἐπηῦρον, conjct. aor. ἐπαύρω, inf. aor. ἐπαυρεῖν, эп. inf. aor. ἐπαυρέμεν; med.: inf. fut. ἐπαυρήσεσθαι, 2 л. sing. aor. 1 ἐπηύρω или ἐπηύρου, aor. 2 ἐπηυρόμην, 2 л. sing. aor. поэт. ἐπαύρεο, 2 л. sing. conjct. эп. ἐπαύρηαι, 3 л. sing. эп. ἐπαύρωνται, 3 л. sing. opt. ион. ἐπαύροιτο, inf. ἐπαυρέσθαι)1) касаться, задевать(χρόα Hom.)
λίθου ἐπαυρεῖν Hom. — зацепиться за камень2) преимущ. med. пользоваться, извлекать пользу, наслаждаться(τινός Hom.; med. Hom., Eur., Anth.)
πολλὰν κτῆσιν ἀπό τινος ἐπαυρέσθαι Anth. — получить большую выгоду от чего-л.3) med. испытывать, изведывать(κακόν τι Hom.; γλυκεῖαν μόχθων ἀμοιβάν Pind.; τινος Hom., Eur.)
τοιαῦτ΄ ἐπηύρου τοῦ φιλανθρώπου τρόπου Aesch. — вот что принесло тебе твое человеколюбие4) преимущ. med. нести ущерб, страдать(γειτόνων Pind.)
τίν΄ αἰτίαν σχὼν ἧς ἐπηυρόμην ἐγώ ; Eur. — из-за какой вины я пострадал?;τάχα δ΄ ἄν τι καὴ τοῦ ὀνόματος ἐπαύροιτο Her. — возможно, что из-за имени (своего) он и поплатился5) быть участником:(Σείριος) πλεῖον νυκτὸς ἐπαυρεῖ Hes. Сириус восходит чаще всего ночью
См. также в других словарях:
Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek