Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψαύειν

См. также в других словарях:

  • ψαύειν — ψαύω touch pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… …   Dictionary of Greek

  • ψαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (το αρσ.) «καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός» 2. (το ουδ. σε συνεκφορά με τη λ. γόνυ) «κοῡφον, ἀπὸ τοῡ ἄκρως ψαύειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαυκρός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»