Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαύρα

См. также в других словарях:

  • σαύρα — σαύρᾱ , σαύρα lizard fem nom/voc/acc dual σαύρᾱ , σαύρα lizard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαύρᾳ — σαύρᾱͅ , σαύρα lizard fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • σαύρα — η είδος ερπετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαύρας — σαύρᾱς , σαύρα lizard fem acc pl σαύρᾱς , σαύρα lizard fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαύραν — σαύρᾱν , σαύρα lizard fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρῶν — σαύρα lizard fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαῦραι — σαύρα lizard fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαύραις — σαύρα lizard fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαύρην — σαύρα lizard fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαύρης — σαύρα lizard fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»