-
1 χαυνον
τό рыхлое вещество Diod. -
2 χαύνον
χαῦνοςporous: masc acc sgχαῦνοςporous: neut nom /voc /acc sgχαῦνοςporous: masc /fem acc sgχαῦνοςporous: neut nom /voc /acc sg -
3 χαῦνον
χαῦνοςporous: masc acc sgχαῦνοςporous: neut nom /voc /acc sgχαῦνοςporous: masc /fem acc sgχαῦνοςporous: neut nom /voc /acc sg -
4 χαῦνος
χαῦνος, 3, auch 2 Endgn, wie Plat. Legg. V, 728 e, aus einander klaffend, fallend, erschlafft, locker, lose, schwammig, aufgedunsen; χαῦνόν τι Ar. Av. 819, wo der Schol. es πλατὺ καὶ μέγιστον erkl., τὰ γὰρ χαῦνα εἰς πλατὺ ἁπλοῦται; Plat. ὅσα τὴν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει Polit. 282 e. – Uebtr., weichlich, χαῦνον δέμας κρατύνειν Paul. Sil. 74 (VII, 307); nachlässig, thöricht, νοῦς Solon. frg. 19, 1, χαῦνα ἐφράσαντο bei Plut. Sol. 16. 30; πραπίς Pind. P. 2, 61; τέλος N. 8, 45, ein eitles, nichtiges Ziel; τὰ μὲν χαύνους τὰς ψυχὰς καὶ ϑρασείας ποιεῖ; im Ggstz von ταπεινάς, Plat. Legg. V, 728 e; ἐλπίς Ep. VII, 341 e.
-
5 εὔρῑπος
εὔρῑπος, ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ εὔριπος τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορϑμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῠνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ εὔριπος Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533.
-
6 ἐλπίς
ἐλπίς (1ϝελ- O. 13.83
, P. 2.49, I. 2.43 ἐλπίς, -ίδος, -ίδι, -ίδ(α); -ίδες, -ίδων, -ίδεσσι, -ίσιν, -ίδας.) hope, expectation (whether justified or not, v. Fränkel, W & F, 26̆{1}.)αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δαὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
θεὸςἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται P. 2.49
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111
ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας P. 4.201
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.90
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.22
δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.46
φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναιἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† (vix sanum: ἔκνισὄπι Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξαν ὄπιν Wil.) I. 5.58 προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος ἐσχάταις ἐλπίσιν (ἐπ' ἐλπίς, ἐπἐλπίδιν codd.: corr. Calliergus: ἀντὶ τοῦ ἔσχατα ἐπελπίζοντες. Σ.) I. 7.36χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ]ελπι[ Πα. 12. b. 5. pro pers. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. -
7 κενεός
1 empty, met., ineffectualοὐ χθόνα ταράσσοντες κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν N. 4.40
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
c. intern. acc., κενεὰ πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν with empty aspiration O. 10.93 χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά in vain P. 2.61 of pers. οὔ μιν διώξω· κεινὸς εἴην ( foolish. κενεὸς coni. Schr., cf. Schwyz., 1. 472) O. 3.45 frag. ]ψυχαν κενεῶ[ν] εμε[ fr. 140a. 55 (29). -
8 τέλος
a execution, completion, issueἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος decide the issue O. 13.57νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται perfection N. 3.70 οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρατέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.29
ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I shall secure an execution of both songs I. 1.6 ( ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος bring their lives to an end I. 4.5 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι the supreme goal I. 4.32 pro adv., τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς finally fr. 111. 3.b prizeΔόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
c office ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (τὴν πρυτανείαν Σ.) N. 11.9d fragg. ]ον τέλος ἔσται Πα. 7C. 6. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ ( μανύεται e. g. supp. Snell) Pae. 14.38 -
9 χαῦνος
1 empty, idleχαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά P. 2.61
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος pr. N. 8.45 -
10 σαυσιαλεῖ
σαυσιαλεῖ· μαστιγᾶται, Ἠλεῖοι, Hsch. [full] σαυτορία· σωτηρία, Amerias ap.Hsch. [full] σαυχμόν· σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαυσιαλεῖ
-
11 χαῦνος
A porous, spongy, Hp.Aph.5.67; χ. ὀστέα, such as the collar-bone, Id.Art.14; loose, ;μαστοί Sor.1.88
;ἅλες χ. καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Arist.Mete. 359a32
; γῆ, opp. στερρός, Id.Pr.l.c., cf. Ephor.65 (e) J.; loose-grained, of timber, Thphr.HP3.4.3, 5.3.3; also of the fruit of the medlar, spongy, ib.3.12.5; -ότατος πυρετός, = ῥοώδης (A) 11.a, Erot. s.v. σπόγγοι; τὸ χ. D.S.3.14. Adv. -νως, of garments hanging loosely, Hdn.4.15.3; of bandaging, Pall. in Hp. Fract.12.285C.II metaph., empty, frivolous,νόος Sol.11.6
;πραπίς Pi.P.2.61
;κενεᾶν ἐλπίδων χαῦνον τέλος Id.N.8.45
;χαῦνα μὲν τότ' ἐφράσαντο Sol.34
; conceited,Pl.
Lg. 728e;ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος Arist.EN 1123b9
: [comp] Comp.,οἱ -ότεροι τεχνῖται Phld.Rh.1.376
S. Adv.- νως
sluggishly,Eustr.
in EN379.15. -
12 βλαδεῖς
Grammatical information: adj.Meaning: ἀδύνατοι ἐξ ἀδυνάτων; βλαδαρόν ἐκλελυμένον, χαῦνον and βλαδαρά ἄωρα, μωρά, ὠμά and βλάδαν [?] νωθρῶς, and βλαδόν ἀδύνατον H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Mostly just noted βλαδύς (but the form is quite doubtful) and equated with Skt. mr̥dú-, Lat. mollis; further connected with ἀμαλδύνω (which is hardly possible); Debrunner IF 60, 324. All quite uncertain.Page in Frisk: 1,240Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλαδεῖς
-
13 σαυκόν
Grammatical information: adj.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prob. as (Ital. or Ligurian?) foreign word to αὖος (s. v.) a. cogn. (IE *saũsos) with Vendryes Symb. Rozwadowski 1, 140 n. 1. Other hypothesis by Pisani Ist. Lomb. 23: 2, 25 w. n. 1; cf. also Bechtel Dial. 2, 287 and Carnoy Ant. class. 24, 23. -- Furnée 110, 134, 229, 241 compares σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον. σαθρόν, ἀσθενές H., and σαβακός `weak, mouldered, smashed' H. (s.v.) and σαβακῶς αὐστηρῶς, ξηρῶς, τραχέως H. with σαβάξας διασκεδάσας, διασαλεύσας H. The word is clearly Pre-Greek.Page in Frisk: 2,682Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαυκόν
-
14 σαυκρόν
Grammatical information: adj.Meaning: ἁβρόν, ἐλαφρόν, ἄκρον; σαυκρόποδες ἁβρόποδες H. On the suffix combination - κρ- Chantraine Form. 225 w. n. 1, Schwyzer 496.Derivatives: Besides in H. also σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές (: Skt. sūkṣma- `fine, slender, thin, small' ?; cf. αὑχμός); with ψ-: ψαυκρός καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός; ψαυκρὸν γόνυ κοῦφον, ψαυκρόποδα κουφόποδα; by H. folketymolog. connected with ἄκρος and ψαύειν.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular-expressive words without convincing connection; cf. σαῦλος, σαυνίον and σαύρα w. lit. -- The combination of σαυκρός and ψαυκρός (and σαυχμός, s.v. σαυκόν) shows that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,682Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαυκρόν
-
15 σαχνός
Grammatical information: adj.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From σώχω, ψώχω `rub down' (Bezzenberger BB 5, 315; Fick BB 26, 115); on ω: ᾰ cf. Schwyzer 340. Deatils in Georgacas Glotta 36, 181 a. 193. (The loss of aspiration in σακνός acc. to Bechtel Dial. 3, 330 (with Kretschmer) from a metathesis khn \> knh (?). -- Besides σαυχμόν σαχνόν etc. H. through cross with σαυκρόν (s. v.) and other words with σαυ- (s. σαύρα). -- The variation points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,685Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαχνός
См. также в других словарях:
χαῦνον — χαῦνος porous masc acc sg χαῦνος porous neut nom/voc/acc sg χαῦνος porous masc/fem acc sg χαῦνος porous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
σαυχμόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαχνόν, χαῡνον, σαθρόν, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. σαυκρός] … Dictionary of Greek
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek