Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δοξοσοφία

См. также в других словарях:

  • δοξοσοφία — δοξοσοφίᾱ , δοξοσοφία conceit of wisdom fem nom/voc/acc dual δοξοσοφίᾱ , δοξοσοφία conceit of wisdom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξοσοφίᾳ — δοξοσοφίαι , δοξοσοφία conceit of wisdom fem nom/voc pl δοξοσοφίᾱͅ , δοξοσοφία conceit of wisdom fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξοσοφία — η (AM δοξοσοφία) 1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία 2. ψευδοσοφία …   Dictionary of Greek

  • δοξοσοφίας — δοξοσοφίᾱς , δοξοσοφία conceit of wisdom fem acc pl δοξοσοφίᾱς , δοξοσοφία conceit of wisdom fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξοσοφίαν — δοξοσοφίᾱν , δοξοσοφία conceit of wisdom fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»