Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χωρεῖτε

См. также в других словарях:

  • χωρεῖτε — χωρέω to be fond of dwelling in pres imperat act 2nd pl (attic epic) χωρέω to be fond of dwelling in pres opt act 2nd pl χωρέω to be fond of dwelling in pres ind act 2nd pl (attic epic) χωρέω to be fond of dwelling in imperf ind act 2nd pl (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρεῖθ' — χωρεῖτο , χωρέω to be fond of dwelling in pres opt mp 3rd sg (epic ionic) χωρεῖτε , χωρέω to be fond of dwelling in pres imperat act 2nd pl (attic epic) χωρεῖτε , χωρέω to be fond of dwelling in pres opt act 2nd pl χωρεῖτε , χωρέω to be fond of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρεῖτ' — χωρεῖτο , χωρέω to be fond of dwelling in pres opt mp 3rd sg (epic ionic) χωρεῖτε , χωρέω to be fond of dwelling in pres imperat act 2nd pl (attic epic) χωρεῖτε , χωρέω to be fond of dwelling in pres opt act 2nd pl χωρεῖτε , χωρέω to be fond of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»