Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πανταχῇ

См. также в других словарях:

  • πανταχῆ — everywhere indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανταχῇ — πανταχῆ everywhere indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανταχή — Α επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη, παντού 2. σε κάθε μέρος τού... («κατέστασαν γὰρ τοῡ Ἑλλησπόντου πανταχῇ», Ηρόδ.) 3. σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε πανταχῇ αὐτοῑς κύκλῳ», Θουκ.) 4. προς κάθε κατεύθυνση («διασκοπεῑν πανταχή», Αριστοφ.) 5. με κάθε …   Dictionary of Greek

  • πανταχῆι — πανταχῇ , πανταχῆ everywhere indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσταυρώ — όω, Α 1. κατασκευάζω πασσαλοπήγματα μπροστά σε κάτι ή κατά μήκος του («τὴν θάλασσαν προεσταύρωσαν πανταχῇ ἧ ἀποβάσεις ἦσαν», Θουκ.) 2. σταυρώνω εκ τών προτέρων («προσταυροῡντα ἤ ἀνασταυροῡντα τὸν υἱὸν τοῡ Θεοῡ... εἴτε πρὸς τῆς... σωματικῆς τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …   Dictionary of Greek

  • όλκιμος — η, ο (Α ὅλκιμος, ον) [ολκή] (για ιξώδη ουσία) αυτός που μπορεί να ελκυσθεί, δηλ. να τραβηχθεί («τὸ δὲ ἔλαιον ὅλκιμον πανταχῆ καὶ μαλακὸν ἄγεται περὶ τὸ σῶμα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για μέταλλα) αυτός που έχει την ιδιότητα να μετατρέπεται σε ράβδους …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՅՆ — (ի, իւ. ամենայնք, այնց կամ այնից, նիւք.) NBH 1 0064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. Ամէն. համայն. համօրէն. համակ. հանուր. բնաւ. ամէն. ... (որպէս եւ լտ. օ՛մնիս, օ՛մնէ.) πᾶς omnis, σύμπας… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»