-
1 πανταχῆ
πανταχῆ od. πανταχῇ, vom Orte, überall, auf allen Seiten; προςδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; Ar. Av. 115; Her. 2, 124; εἶναι πανταχῆ περὶ τὴν γῆν πολλὰ κοῖλα, Plat. Phaed. 109 b; Folgde. – Auch c. gen., ἄστεος Eur. Ion 1107, τοῦ Ἑλληςπόντου Her. 7, 106. – Auch bei Berbis der Bewegung, überall hin, φέρεται, στρέφεται, Plat. Theaet. 173 e Crat. 421 d. – Von der Art und Weise, auf jede Art, durchaus, in allen Beziehungen; πανταχῆ δύςποτμα, Aesch. Prom. 198; Soph. Ant. 634; κακῶς πέπρακται πανταχῆ, Eur. Med. 368; Ar. Equ. 695; δηλοῖ δὲ οὐ κατ' ἓν μόνον, ἀλλὰ πανταχῆ, Her. 5, 78, πανταχῆ ὀρϑῶς Plat. Crat. 395 c, öfter.
-
2 πανταχη
πάνταχῇ, πάντᾰχῆIadv.1) (на вопрос «где?») везде, повсюду(π. πάντων ἴσον κρατεῖν Xen.)
προσβάλλειν π. κύκλῳ τινί Thuc. — окружить со всех сторон кого-л.2) (на вопрос «куда?») всюду, во все стороны, во всех направлениях(προσδέρκεσθαι Soph.; διασκοπεῖν Arph.)
3) во всех отношениях, всячески(π. δῆλόν ἐστι Her.; οἱ π. ἄριστοι ἄνδρες Plat.)
οὐ κατ΄ ἓν μοῦνον, ἀλλὰ π. Her. — не только в (этом) единственном случае, но во всех;ἢ σοὴ μὲν ἡμεῖς (pl. = sing.) π. δρῶντες φίλοι ; Soph. — буду ли я дорог тебе при любых обстоятельствах (досл. что бы я ни делал)?IIπ. τοῦ Ἑλλησπόντου Her. — по всему Геллеспонту;
π. ἄστεως ζητεῖν τινα Eur. — искать кого-л. во всем городе -
3 πανταχη...
πάνταχῆ...πάνταχῇ, πάντᾰχῆIadv.1) (на вопрос «где?») везде, повсюду(π. πάντων ἴσον κρατεῖν Xen.)
προσβάλλειν π. κύκλῳ τινί Thuc. — окружить со всех сторон кого-л.2) (на вопрос «куда?») всюду, во все стороны, во всех направлениях(προσδέρκεσθαι Soph.; διασκοπεῖν Arph.)
3) во всех отношениях, всячески(π. δῆλόν ἐστι Her.; οἱ π. ἄριστοι ἄνδρες Plat.)
οὐ κατ΄ ἓν μοῦνον, ἀλλὰ π. Her. — не только в (этом) единственном случае, но во всех;ἢ σοὴ μὲν ἡμεῖς (pl. = sing.) π. δρῶντες φίλοι ; Soph. — буду ли я дорог тебе при любых обстоятельствах (досл. что бы я ни делал)?IIπ. τοῦ Ἑλλησπόντου Her. — по всему Геллеспонту;
π. ἄστεως ζητεῖν τινα Eur. — искать кого-л. во всем городе -
4 πανταχή
πανταχῆeverywhere: indeclform (adverb)——————πανταχῆeverywhere: indeclform (adverb) -
5 πανταχῆ
A everywhere, Th.1.49, Pl.Phd. 109b, etc.; π. πάντων ἴσον κρατεῖν v.l. in X.An.2.5.7: c. gen. loci, in every part of..,τοῦ Ἑλλησπόντου Hdt.7.106
; .2 on every side, Hdt.2.124;π. κύκλῳ Th.7.79
; διακοσίων ποδῶν π. a square of 200 ft., Id.3.68; in every direction, every way,προσπεύθου π. S.OC 122
(lyr.);διασκοπεῖν π. Ar.Th. 660
;μὴ περιπέτεσθε π. κεχηνότες Id.Av. 165
, etc.II metaph., in every way,δηλοῖ οὐ κατ' ἓν μοῦνον, ἀλλὰ π. Hdt.5.78
, cf. 3.38, etc.;κακῶς πέπρακται π. E.Med. 364
;οἱ π. ἄριστοι ἄνδρες Pl.Lg. 918e
; π. δρῶντες acting in every way, i.e. whatever we do, S.Ant. 634; π. in any case, Id.Aj. 1369, cf. A.Pr. 200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταχῆ
-
6 πανταχῆ
πανταχῆ, vom Orte: überall, auf allen Seiten; bei Verbis der Bewegung: überall hin. Von der Art und Weise: auf jede Art, durchaus, in allen Beziehungen -
7 πανταχῇ
πανταχῇ (on the form s. Schwyzer I 622; for spelling B-D-F §26; W-S. §5, 11c; Mlt.-H. 84; Meisterhans3-Schw. p. 145) adv. (Hdt. et al.; Pla., Ep. 7, 335c πάντως π.; ins, pap, LXX; Jos., Bell. 1, 149) everywhere πάντας π. διδάσκων who is teaching everyone everywhere Ac 21:28. μετὰ πάντων π. τῶν κεκλημένων with all those everywhere who are called 1 Cl 65:2.—DELG s.v. πᾶς. M-M. -
8 πανταχῆ
Βλ. λ. πανταχή -
9 πανταχῇ
Βλ. λ. πανταχή -
10 πανταχῆ
-
11 πανταχῇ
-
12 ἁ-πανταχῆ
ἁ-πανταχῆ, überall, Sp., z. B. Luc. Patr. Enc. 10.
-
13 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
. -
14 πανταχήι
-
15 πανταχῆι
-
16 προς-δέρκομαι
προς-δέρκομαι (s. δέρκομαι), ansehen, anblicken; c. acc., Od. 20, 385; dor. ποτιδέρκομαι, Il. 16, 10 Od. 17, 518; oft bei den Tragg.: μή σ' ἐλινύοντα προςδερχϑῇ πατήρ, Aesch. Prom. 53; ἃς οὔϑ' ἥλιος προςδέρκεται ἀκτῖσιν, οὔϑ' ἡ νύκτερος μήνη, 798; προςδρακεῖν, Eum. 160; προςδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; τί προςδέρκεσϑέ μ' ὄμμασιν, Eur. Med. 1040; προςδεδορκώς Phoen. 146.
-
17 περι-στοιχίζω
περι-στοιχίζω, rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.
-
18 κατ-όπτης
κατ-όπτης, ὁ, = κατοπτήρ; H. h. Merc. 372; στρατοῦ Aesch. Spt. 351; Eur. Rhes. 150; Her. 3, 17. 21. – Ar. Ach. 410 abdi ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schau't; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles, Aesch. Spt. 41.
-
19 εὔ-ωνος
εὔ-ωνος, von gutem Preise, wohlfeil; τὸ ὕδωρ εὐωνότατον Plat. Euthyd. 304 b; φίλοι εὐωνότατοι Xen. Mem. 2, 10, 4; σῖτον εὔωνον ὠνούμενοι Dem. 19, 218, u. sonst; νόμισμα Arist.; wie bei uns übertr., z. B. εὔωνα πανταχῆ τὰ κακὰ γέγονε Pol. 4, 35, 15. – Einen compar. εὐωνέστερος erwähnt Ath. X, 424 d aus Epicharm.
-
20 δια-σκεδάννῡμι
δια-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα ϑύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασϑεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
См. также в других словарях:
πανταχῆ — everywhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανταχῇ — πανταχῆ everywhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανταχή — Α επίρρ. 1. σε όλα τα μέρη, παντού 2. σε κάθε μέρος τού... («κατέστασαν γὰρ τοῡ Ἑλλησπόντου πανταχῇ», Ηρόδ.) 3. σε όλες τις πλευρές («προσέβαλλαν τε πανταχῇ αὐτοῑς κύκλῳ», Θουκ.) 4. προς κάθε κατεύθυνση («διασκοπεῑν πανταχή», Αριστοφ.) 5. με κάθε … Dictionary of Greek
πανταχῆι — πανταχῇ , πανταχῆ everywhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
προσταυρώ — όω, Α 1. κατασκευάζω πασσαλοπήγματα μπροστά σε κάτι ή κατά μήκος του («τὴν θάλασσαν προεσταύρωσαν πανταχῇ ἧ ἀποβάσεις ἦσαν», Θουκ.) 2. σταυρώνω εκ τών προτέρων («προσταυροῡντα ἤ ἀνασταυροῡντα τὸν υἱὸν τοῡ Θεοῡ... εἴτε πρὸς τῆς... σωματικῆς τοῡ… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ … Dictionary of Greek
όλκιμος — η, ο (Α ὅλκιμος, ον) [ολκή] (για ιξώδη ουσία) αυτός που μπορεί να ελκυσθεί, δηλ. να τραβηχθεί («τὸ δὲ ἔλαιον ὅλκιμον πανταχῆ καὶ μαλακὸν ἄγεται περὶ τὸ σῶμα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για μέταλλα) αυτός που έχει την ιδιότητα να μετατρέπεται σε ράβδους … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱՅՆ — (ի, իւ. ամենայնք, այնց կամ այնից, նիւք.) NBH 1 0064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. Ամէն. համայն. համօրէն. համակ. հանուր. բնաւ. ամէն. ... (որպէս եւ լտ. օ՛մնիս, օ՛մնէ.) πᾶς omnis, σύμπας… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)