-
1 χρησμών
-
2 χρησμῶν
-
3 Λᾷος
Λᾱος father of Oidipous. ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱός (Hermann: Λάιος codd.) O. 2.38 test., Σ, O. 2.70d, ἐν δὲ τοῖς παιᾶσιν εἴρηται περὶ τοῦ χρησμοῦ τοῦ ἐκπεσόντος Λαίῳ· καθὰ καὶ Μνασέας ἐν τῷ περὶ τῶν χρησμῶν γράφει, Λάιε Λαβδακίδη, ἀνδρῶν περιώνυμε πάντων” fr. 68. -
4 διαθέτης
A one who arranges, sets in order,χρησμῶν τῶν Μουσαίου Hdt.7.6
;οἴκου Dam.Isid.24
;συνουσίας Procl.in Prm.p.479
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθέτης
-
5 διάλυσις
A separating, parting,δ. τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος Pl.Grg. 524b
; δ. τοῦ σώματος its dissolution, Id.Phd. 88b, cf. Democr.297; τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ δ. the failure to break the bridges, Th.1.137; disbanding of troops, X.Cyr.6.1.3; breaking up of an assembly, opp. συλλογή, Pl.Lg. 758d; δ. ἀγορῆς the time of its breaking up, Hdt.3.104; τὴν δ. ἐποιήσαντο broke off the action, Th.1.51; χρεῶν δ. liquidation of debts, Pl.Lg. 684d, cf. POxy.104.20 (i A. D.), etc.;δ. γάμου
divorce,Plu.
Sull.35, etc.;ἡ φθορὰ δ. οὐσίας Arist.Top. 153b31
: hence abs., dissolution, opp. σύνθεσις, Id.Cael. 304b29, cf. Thphr. Ign.37;διάκρισις καὶ δ. Pl.Phlb. 32a
; opp. γένεσις, Phld.D.3.6; resolution into elements, e.g. of words into letters, D.H.Comp.14; dissolution of friendship, Arist.EN 1164a9, 1 165b36; of partnerships,κοινωνίαι καὶ -σεις Pl.Lg. 632b
;συμμαχία καὶ δ. Arist.Pol. 1298a5
.2 ending, cessation, ;πολέμου Th.4.19
, v.l. in Isoc.6.51: abs., cessation of hostilities, Com.Adesp.21.23 D.; settlement, compromise, IG12(2).6.20 (Mytilene, iv B.C.), PAmh.2.63.9 (iii A.D.), etc.: in pl., settlement of a dispute,ἠξίου δὲ καὶ πρὸς ἔμ' αὑτῷ.. γίγνεσθαι τὰς διαλύσεις D.21.119
, cf. Phoenicid.1.6 Rhet., asyndeton, Alex.Fig.2.12, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλυσις
-
6 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
-
7 περισκελής
II metaph., obstinate, stubborn, ;ἦθος M.Ant.4.28
;χαρακτήρ AP9.578
(Leo Phil.): [comp] Comp.- έστερος Simp. in Epict.p.62
D. Adv. [comp] Comp. -έστερον, φέρειν to bear more unflinchingly, Men.6.3.2 of medicines, harsh, irritating, Hp.Ulc.1 ; ἐλλέβοροι σκληροὶ καὶ π. Thphr.HP9.10.4.3 excessive, violent,καύματα Philoch.171
; ἀὴρ π. ἐφ' ἑκάτερα excessive in heat or cold, Thphr.CP5.14.9, cf. 2.3.3.4 hard, difficult,τὸ π. τῆς τοιαύτης γεωγραφίας Str.14.1.9
, cf.S.E.M.1.39 ;λοξῶν καὶ π. ὄντων τῶν χρησμῶν Corn.ND32
; πρᾶγμα φύσει π. Theon Prog.4.------------------------------------A round the leg: hence περισκελῆ, τά, drawers, LXXEx.28.38(42), Ph.2.157 : sg.,περισκελὲς λινοῦν LXXLe. 16.4
; cf. περισκέλια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκελής
-
8 πρᾶξις
A doing, transaction, business, [πλεῖν] κατὰ πρῆξιν
on a trading voyage,Od.
3.72;ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον h.Ap. 397
; π. δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.3.82;π. μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοινέο πᾶσιν Thgn. 73
; ἡ περί τινος π. the transaction respecting.., Th.6.88.2 result or issue of a business, esp. good result, success, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο no good comes of weeping, Il.24.524;οὔ τις π. ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.10.202
; λυμαίνεσθαί τινι τὴν π. to spoil one's market, X.An.1.3.16; π. φίλαν δίδοι grant a happy issue. Pi.O.1.85;π. οὐρίαν θέλων A.Ch. 814
(lyr.); ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν π. their issue, Id.Pers. 739;ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἵη π. X.Cyn.2.2
;δὸς πόρον καὶ π. τῷ τόπῳ τούτῳ PMag.Par.1.2366
.II doing, τῶν ἀγαθῶν (of persons)πρήξιες Thgn.1026
;ἡ τῶν ἀγαθῶν π. Pl.Chrm. 163e
;ἡ π. τῶν ἔργων Antipho 3.4.9
; achievement, Th.3.114; π. πολεμική, πολιητική, πολιτική, Pl.R. 399a, Sph. 266d, Men. 99b; action, opp. πάθος, Id.Lg. 876d; opp. ἕξις, Id.R. 434a; moral action, opp. ποίησις, τέχνη, Arist.EN 1140a2, 1097a16; opp. ποιότης, Id.Po. 1450a18, cf.EN 1178a35 (pl.);ἤθη καὶ πάθη καὶ π. Id.Po. 1447a28
; opp. οἱ πολιτικοὶ λόγοι, D.61.44;ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Id.6.3
; ἐν ταῖς πράξεσι ὄντα τε καὶ πραττόμενα exhibited in actual life, Pl.Phdr. 271d; action in drama, opp. λόγος, Arist.Po. 1454a18; μία π. ὅλη καὶ τελεία ib. 1459a19, cf. 1451b33 (pl.).3 euphem. for sexual intercourse, Pi. Fr. 127, Aeschin.1.158, etc.; in full,ἡ π. ἡ γεννητική Arist.HA 539b20
.4 magical operation, spell, PMag.Par.1.1227, al., PMag.Lond. 125.40.b military action, battle, Plb.3.19.11, etc.IV doing, faring well or ill, fortune, state, condition,ἀπέκλαιε.. τὴν ἑωυτοῦ π. Hdt.3.65
, cf. A.Pr. 695 (lyr.), S.Aj. 790, 792;εύτυχὴς π. Id.Tr. 294
;κακαὶ π. Id.Ant. 1305
.V practical ability,π. καὶ σύνεσις Plb.2.47.5
;ἡ ἐν τοῖς πολεμικοῖς π. Id.4.77.1
.2 practice, i.e. trickery, treachery,ἐπὶ τὴν πόλιν Id.2.9.2
; κατὰ τῆς πόλεως, ἐπὶ τοὺς Αἰτωλούς, Id.4.71.6, 5.96.4.VI exaction of money, recovery of debts, arrears, etc., IG12.57.13, al.;συμβολαίων πράξεις And.1.88
;τοῦ μισθοῦ Pl.Prt. 328b
; (pl.); παρὰ Ἀρτέμωνος.. ἔστω ἡ π. τοῖς δανείσασι let the lenders have an action of recovery against Artemon, Syngr. ap. D.35.12, cf. SIG364.61,67 (Ephesus, iii B.C.), Test.Epict.5.31;ἡ π. ἔστω καθάπερ ἐκ δίκης PEleph.1.12
(iv B.C.), etc.;αἱ π. τῶν καταδικασθέντων Arist.Pol. 1321b42
. -
9 Σιβυλλιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σιβυλλιάω
-
10 ταχύς
I of motion, swift, fleet, opp. βραδύς,1 of persons and animals, either abs., Il.18.69, etc.; or more fully,πόδας ταχύς 13.249
, 482, 17.709, etc.;ταχὺς ἔσκε θέειν Od.17.308
; θείειν τ. Il.16.186, Od.3.112; κύνες, ἔλαφος, πτώξ, ἵππος, Il.3.26, 8.248, 17.676, 23.347, etc.;οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον 24.292
, cf. Od.15.526; τ. βαδιστής a quick walker, E.Med. 1182; σφοδροὶ καὶ τ. X.Cyr.2.1.31.2 of things,τ. πόδες Il.6.514
, cf. Od.13.261, etc.; τ. ἰός, ὀϊστοί, Il.4.94, Od.22.3, etc.; ;- ύτατα ἅρματα Pi.O.1.77
; νῆες, τριήρεις, Hdt.8.23, Th.6.43, etc.; [ἴχνος] τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχύ E. Ion 742
.II of thought and purpose, quick, hasty, : c. inf., βλάπτειν τ. Ar.Ra. 1428;τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Th.1.132
, cf. 118, Luc. Dem.Enc.12; alsoτ. πρὸς ὀργήν Plu.Cat.Mi.1
; τὸ ταχύ speed, haste, E.Ph. 452, X.Eq.7.18, etc.2 of actions, events, etc., rapid, sudden, ; ᾅδης, μόρος, E.Hipp. 1047, Mosch.3.26;πόλεμος Th.4.55
, 6.45;φυγή Id.4.44
; ; short, τ. ἐλπίδες fleeting hopes, Pi.P.1.83;ἐπαυρέσεις Th.2.53
; ;ταχεῖ σὺν χρόνῳ S.OC 1602
; τ. διήγησις short, rapid, Arist. Rh. 1416b30.B Adv.,1 regul. τᾰχέως, quickly, opp. βραδέως, Il.23.365, Hes.Th. 103, etc.:—rarely in sense perhaps (cf.τάχα 11
), Plb.16.25.8.2 the Adv. is also expressed by periphr., διὰ ταχέων in haste, Th.1.80, 3.13, Pl.Ap. 32d, X.An.1.5.9;ἐκ ταχείας S.Tr. 395
; cf.τάχος 11
.3 neut. ταχύ as Adv., Pi.P.10.51, N.1.51, S.Ph. 349, E.HF 885 (lyr.), Ar.Eq. 109, Gal.16.665, etc.; ἤδη ἤδη τ. τ. Sammelb. 4321.21, BGU956.3 (both iii A.D.); ἄρτι ἄρτι τ. τ. Arch.Pap.5.393 (ii A.D.); also τάχα (q.v.).4 the Adj. ταχύς is freq. construed with Verbs, where we should use the Adv.,ταχέες δ' ἱππῆες ἄγερθεν Il.23.287
;ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις A.Pers. 739
;ὁρμάσθω ταχύς S.Ph. 526
; δεῦρ' ἀφίξεται τ. Id.OC 307;τ. χάρις διαρρεῖ Id.Aj. 1266
, cf. Th.2.75, 5.66.C Degrees of Comparison:I [comp] Comp.:1 the form [full] τᾰχύτερος, α, ον, is used by Hdt., , cf. 7.194; also in Arist.Mu. 394b3, Arr.Ind.9.6, Aret.SD1.16, but not in good [dialect] Att.; ταχύτερον as Adv., Hdt.4.127, 9.101, Hp. Prog.17.2 the more usual form is [full] θάσσων, neut. θᾶσσον, gen. ονος, [dialect] Att. [full] θάττων, neut. θᾶττον, Il.15.570, 13.819 (elsewh. only neut. in Hom.), etc.:—neut. as Adv., freq. in Hom., Od.2.307, al.; θᾶσσον ἂν.. κλύοιμι sooner, i.e. rather, would I hear, S.Ph. 631; θᾶσσον also often stands for the Positive, Il.2.440, Od.15.201, 16.130, Pi.P.4.181, Ar.Nu. 506, V. 187, Ra.94; οὐ θᾶσσον οἴσεις; i.e. make haste and bring, S.Tr. 1183, cf. OT 430; θᾶττον νοήματος quicker than thought, X.Mem.4.3.13, cf. Ar.V. 824, etc.; with a Conj., ὅτι θᾶσσον, like ὅτι τάχιστα, Theoc.24.48; ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν as soon as.., D.54.5;ἐπειδὰν θ. συνιῇ τις Pl.Prt. 325c
;ὅταν θ. φθέγγηται ὁ κόκκυξ Arist.HA 563b17
, cf. 611a5; ἐὰν or ἢν θ. as soon as.., X.Cyr.3.3.20, An.6.5.20, Pl.Alc.1.105a; ἂν θ. Men. Pk. 174; εἰ θ. Pl.Ep. 324b; ὡς θ. Plb.1.66.1, 3.82.1; θ. rarely = sooner than, before, ἐξήλαυνον μεσημβρίας οὐ πολλῷ τινι θ. Aristid. Or.51 (27).13 (cf. τάχιον infr. 3).3 the form [full] ταχίων [pron. full] [ῑ], neut. ιον, is freq. in late Prose, as LXX Wi.13.9, 1 Ma.2.40, Ph.Bel.69.14, 17, 73.23, Gem.1.20, D.H.6.42, D.S.20.6, J. (v. infr.), Plu.2.240d, Ev.Jo. 20.4, Alciphr.3.4; also in Hp.Mul.1.1, Men.402.16; but condemned by Phryn.58, Hdn.Philet.p.436 P.; τὴν ταχίονα τῆς τροφῆς παράθεσιν earlier, sooner, Gal.19.206:—Adv. τάχιον earlier, πλέεται.. περὶ τὸν Σεπτέμβριον μῆνα.., οὐδὲν δὲ κωλύει κἂν τ. Peripl.M.Rubr. 24; τ. τῆς ὑποσχέσεως sooner than they had promised, Rev.Ét.Gr. 6.159 ([place name] Iasus);τ. τοῦ παραγγέλματος J.BJ4.4.2
;εἰς μακρὸν αὐτῶν γῆρας καὶ βίου μῆκος ὅμοιον τοῖς τ. ἐπερχομένων Id.AJ1.3.7
;ἀποπαύεται οὔτε τ. ἐτῶν τεσσαράκοντα οὔτε βράδιον ἐτῶν πεντήκοντα Sor. 1.20
, cf. 48, al.; formerly,ἐπεσκεύασαν τὸ παρόχιον,.. τ. γενόμενον γυμνάσιον IGRom.3.639
(Lycia, ii A.D.), cf. 4.1517 ([place name] Sardis), 1632.14 ([place name] Philadelphia), 1665.5 ([place name] Tira), Keil-Premerstein Dritter Bericht p.79 (iii A.D.), Hermes 63.229 ([place name] Callatis); cf. supr. 2 fin.II [comp] Sup.:1 the form [full] ταχύτατος is rare,ταχύτατα ἅρματα Pi.O.1.77
; ταχύτατα as Adv., X.HG5.1.27 codd., Antiph.87 codd.; but both passages have been corrected.2 the usual form is [full] τάχιστος, η, ον, used by Hom. only in neut. pl. τάχιστα as Adv., most quickly, most speedily, ὅττι τάχιστα as soon as may be, as soon as possible, Il.4.193, 9.659, al.;ὅτι τάχιστα S.OT 1341
(lyr.), Th.3.31, etc.; so ὅσον τ. A.Ch. 772, S. OT 1436, etc.; ᾳ (prob.) τ. Pi.O.13.79; ὅπως τ. A.Ag. 605, S.OT 1410, Ar.V. 167; ὡς τ. IG12.76.23, Hdt.1.210, Th.4.15, E.Rh. 147, X.An.1.3.14: these are ellipt. phrases, as may be seen from the foll. examples,ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Pl.Lg. 710b
, X.Cyr. 5.4.3; ᾗ δυνατὸν τ. Id.HG6.3.6; ὡς or ᾗ ἠδύνατο τ. Id.Cyr.3.2.14, An.1.2.4; ὡς δύναιτο τ. Hdt.1.79; ὡς or ᾗ ἂν δύνωμαι τ. X.HG4.1.38, Cyr.7.1.9, cf. IG12.106.18.b τάχιστα after Particles of Time, as soon as, ἐπεὶ ([dialect] Ion. ἐπεί τε) , Hdt.1.27,75, 7.163, X.An.7.2.6, PCair.Zen.34.12 (iii B.C.); ἐπειδὴ τ. Pl.Prt. 310d, Is.9.3, D.27.16, etc.; ἐπεὰν τ. Hdt.4.134, 7.129, 8.144; ἐπὰν τ. X.An.4.6.9; ἐπειδὰν τ. Id.Cyr.1.3.14, An.3.1.9; ὅταν τ. Id.Cyr.4.5.33: also ὡς τ. separated by one or more words,ὡς ἡμέρη τ. ἐγεγόνεε Hdt.1.11
, cf. 19, 47,65, al., X.Cyr.1.3.2, Mem.1.2.16, al.;ὡς δὲ τ. ἐξῆλθε.. κόρον ἔτεκε IG42(1).121.4
(Epid., iv B.C.);ὡς γὰρ τ. εἰσῆλθον Men.Pk. 287
;ὡς ἂν τ. λάβῃς τὴν ἐπιστολήν PCair.Zen.241.1
(iii B.C.); but ὡς τ. γὰρ ἀπεδήμησας ib.472.7 (iii B.C.); ὅπως τ. A.Pr. 230:—the same notion is sometimes expressed by the part., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα, = ὡς ἀπηλλάγη τ., Plu.Dem.8, cf. 25.3 freq. also in Prose, τὴν ταχίστην (in full,τὴν τ. ὁδόν X.An.1.2.20
, Luc.Rh.Pr.4 ) as Adv., by the quickest way, i.e. most quickly, Hdt. 1.24,73,81,86, Hyp.Eux.7, Men. Pk.75, Plb.1.33.4, etc. (Cf. Lith. (dial.) deñgti, Lett. diêgt, both = 'run quickly', Polish dążyć 'hurry'.) -
11 φοιβαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβαστικός
-
12 ἀδαής
ἀδᾰ-ής, ές, ([etym.] Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;Aβουνομίας -έστερος Pi.Pae.4
27;ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph. 827
(lyr.): c. inf., unknowing how to.., ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc. κήρ) ib. 1167 (lyr.);οὐκ ἀ. APl.4.84
: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D. -
13 ἀντιλογία
ἀντιλογ-ία, ἡ,A contradiction, controversy,ἀ. χρησμῶν πέρι λέγειν Hdt.8.77
; ἡμέας.. ἐς ἀ. παρέξομεν will offer ourselves to argue the point, Id.9.87; ἐδόκεον ἀντιλογίης κυρήσειν expected to be allowed to argue it, ib.88;εἰς -ίαν κατέστησαν Lys.Fr.75.1
;- ίας ἅπτεσθαι Pl.R. 454b
;ἐς -ίαν τινί γενέσθαι Th.1.73
;ἀ. καί λοιδορία D.40.32
; ἀντιλογίαν ἔχει it is open to contradiction, Arist.Rh. 1418b25, cf. 1414b3: in pl., opposing arguments, Ar.Ra. 775;δι' ἀντιλογιῶν καταλλαγῆναι Th.4.59
;ἀ. πρός τινα X.HG6.3.20
;ἐς -ίαν ἐλθεῖν Th.1.31
; ἀντιλογίαν ἐν αὑτῷ ἔχειν to have grounds for defence in itself, Id.2.87; ἄνευ -ίας without dispute, BGU1133.15 (Aug.),etc.2 later, quarrel, dispute, PPetr.2p.56(iii B.C.), PGrenf. 1.38.8 (ii/i B.C.), Ep.Hebr. 12.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλογία
-
14 ἀοιδός
A singer, minstrel, bard, Il.24.720, Od.3.270, al., Hes.Th.95, Op.26, Sapph.92, etc.;ἀ. ἀνήρ Od.3.267
;θεῖος ἀ. 4.17
, 8.87, al.;τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπων ἀ. Hdt.1.24
;πολλὰ ψεύδονται ἀ. Arist.Metaph. 983a4
: c.gen., γόων, χρησμῶν ἀοιδός, E.HF 110, Heracl. 403; πρᾶτος ἀ., of the cock, Theoc.18.56.2 fem., songstress,πολύϊδρις ἀ. Id.15.97
; of the nightingale, Hes.Op. 208; of the Sphinx, S.OT36, E.Ph. 1507 (lyr.);ἀοιδὸς Μοῦσα Id.Rh. 386
(lyr.).II as Adj., tuneful, musical,ἀοιδοτάταν ὄρνιθα E.Hel. 1109
(lyr.), cf. Theoc.12.7, Call.Del. 252, IG12(2).443.2 [voice] Pass., = ἀοίδιμος, famous,πολλὸν ἀοιδοτέρη Arcesil.
ap. D.L.4.30. -
15 ἐπερώτησις
A questioning, consulting, Hdt.6.67;χρησμῶν Id.9.44
, cf. IG12 (3).248.3 ([place name] Anaphe): pl., Th.4.38.2 = foreg. 3, POxy.1205.9 (iii A.D.), Cod.Just.8.10.12.1a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπερώτησις
-
16 ᾠδός
A singer, , cf. Phld.Mus.p.20 K., etc.; μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, prov. of a second-rate musician, Cratin.243, cf. Arist.Fr. 545;οἱ τοῦ Διονύσου ᾠ. Pl.Lg. 812b
; χορούς τινας.. ᾠδούς ib. 800e; of cicadae,οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠ. Id.Phdr. 262d
, cf. AP6.54 (Paul.Sil.);τὸν ἀλεκτρυόνα τὸν ᾠδὸν ἀποπνίξασά μου Pl.Com.14D.
; ὑπὸ τὸν ᾠδὸν ὄρνιθα about cockcrow, Poll.1.71.II the cup passed round when a scolion was sung, Antiph.85.2, cf. Tryphoap.Ath.11.503d.
См. также в других словарях:
χρησμῶν — χρησμός oracular response masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοχρήσμων — κακοχρήσμων, ον και δωρ. τ. κακοχράσμων, ον (Α) (πιθ. εσφ. αν. αντί κακοφράδμων) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί κανείς, δύστροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρήσμων (< χρῶμαι), πρβλ. λοξο χρήσμων] … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
ακροστιχίδα — Λέξη ή φράση ή αλφαβητική σειρά γραμμάτων που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των στίχων ή των στροφών ενός ποιήματος. Λέγεται και ακροστίχιοπαραστιχίδα. Το αντίθετο είναι το τελέστιχο όπου συμβαίνει το ίδιο αλλά με τα τελικά γράμματα των… … Dictionary of Greek
εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς … Dictionary of Greek
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… … Dictionary of Greek
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
πεντεκαίδεκα — και πεδεκαίδεκα άκλ. 1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες 2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα (ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών τής Σίβυλλας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek