-
1 χειμώνας
-
2 χειμῶνας
-
3 χειμώνας
winterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χειμώνας
-
4 εὐδιάζω
A calm, still,χειμῶνας Ph.2.567
(metaph.):—in [voice] Med., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.Ax. 370d.II intr. in [voice] Act., to be calm,εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.Mir. 150
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάζω
-
5 εὔφορος
2 easy to bear or wear, manageable, light,ὅπλα X.Cyr.2.3.14
([comp] Sup.);δόρυ Id.Eq.7.8
([comp] Sup.); D. ([comp] Sup.);σφενδόνη Luc. Dom.7
; ductile, of clay, Ph.1.418 ([comp] Sup.); of wines, - ap. Orib.6.38.15.3 easily borne, spreading rapidly, of diseases, Luc.Abd.27; of persons,εὔ. πρὸς ἡδονὰς λόγων Longin.44.1
.II of the body, active, vigorous, healthy, Phoc.3.4;εὔ. ἔχειν τὸ σῶμα Arist.HA 575a33
; but, capable of graceful movement, in dancing, -ώτερον τὸ σῶμα ἕξειν X.Smp.2.16
.2 able to endure, patient: in Adv. - ρως, τλῆναι S.Ph. 872
;ὀχεῖν Democr.173
: [comp] Comp. - ώτερον, φέρειν Hp.Fract.18
: [comp] Sup. - ώτατα, φέρειν Aph.1.13
;τὰ κρύη καὶ τοὺς χειμῶνας εὐ. ἔχειν Plu.2.651c
.3 of animals and plants, productive, fertile, Arist.HA 538a1, Thphr.CP1.17.10;χώρα Ph.2.297
([comp] Sup.);ἀγρός Plu.2.59a
: c. gen.,ὀπωρας Hdn.1.6.1
;πυρετῶν Gal.7.334
: metaph.,εὔ. γνῶσις Phld.Hom.p.62
O.(dub.); πόλις εὔ. πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν rich in manly virtue, D.H.Rh.3.3.5 Adv. - ρως easily,εὐ. καὶ μετὰ ῥαστώνης ἐνεργεῖν Ph.2.283
;ἐς τὸ πάθος ἐκφερόμενος App.BC2.146
([comp] Sup.); εὐφόρως ἔχειν τῆς γλώττης to have a ready tongue, Philostr. VS1.25.5; εὐφόρως ἔχειν to feel well, Gal.11.28: with no Verb expressed,κοιλίαι τοῖσι πλείστοισι πάνυ εὐφόρως Hp.Epid.1.3
, cf. Gal. 17(1).209: [comp] Comp. - ωτέρως, περιγίνεσθαι Hp.Art.69
.—An irreg. [comp] Comp. εὐφορέστερος in Aret. CA1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφορος
-
6 προβολή
A putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, couch them, X.An.6.5.25 (nisi leg. προσβολήν); [τὰ δόρατα] ἀποτεῖναι ἐς π. Arr.An.1.6.2
;κοντοὺς ὀρθοὺς ὡς ἐς π. φέροντες Id.Tact.43.2
; ἵστανται ἐς π. ib.36.3; ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος bringing it to the guard, AP7.433 (Tymn.); ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν π. standing with spear in rest, Plu.Caes.44, cf. Plb.2.65.11; ὑπελθεῖν τὴν π. τοῦ πολεμίου get under his guard, D.H.3.19; of a pugilist,δοχμὸς ἀπὸ π. κλινθείς Theoc.22.120
;παγκρατίου προβολὰν διδάξαι IG42(1).122.53
(Epid., iv B.C.), cf.7.2470.3 (Thebes, iv/iii B.C.); Carneades προβολὴν pugilis.. similem facitἐποχῇ Cic.Att.13.21.3
; ἀνέχοντες ἐν π. τὰς χεῖρας, of long-distance runners, Philostr.Gym.32; ἡ π. τῶν χειρῶν, of boxers, ib.34;αἱ π. τοῦ σώματος X.Cyn.10.22
; ἡ τῆς φάλαγγος π. the phalanx with its pikes couched, Plb.18.30.1;αἱ τῶν θυρεῶν π. Id.1.22.10
, cf. Arr.Tact.37.5; of the legs, putting foremost, Arist.IA 706a6.II projection, prominence,ἡ π. τοῦ χείλεος Hp.Art.8
, etc.; τῆς κεφαλῆς a prominence of the skull, Id.VC1;τῆς γλώσσης Aret.SA1.7
; π. ἀπὸ τοῦ χείλεος, of an elephant's trunk, Id.SD2.13, cf. Ael.NA5.41.2 jutting rock, foreland, or tongue of land, S.Ph. 1455 (anap., prob. for προβλής)ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Q.S.9.378
, cf. D.P.1013, Plb.1.53.10; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ π., i.e. from the Delta of the Nile, AP9.350 (Leon.Alex.); also the spurof a hill, Plu.Crass.22.4 projecting bridge, Id.3.46.4.III thing held before one as a defence, screen, bulwark,π. μεγάλη τῆς χώρας X.Mem.3.5.27
; of the eyebrows, Id.Cyn.5.26;τοῦ ὄμματος Arist.GA 780b23
;ὅπως ᾖ π. τοῖς.. σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Id.PA 672a17
: c.gen. objecti, defence against..,δείματος π. καὶ βελέων S.Aj. 1212
(lyr.); (lyr.); ; τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους, Thphr.CP2.7.4, 3.10.4, 5.13.3; πρὸς τοὺς χειμῶνας ib.3.7.2.2 protection,τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Pl.Plt. 288b
; π. ἔχειν, of plants, Thphr.CP3.20.5;προβεβλημένοι τὴν γαμικὴν π. Dam.Isid. 160
.3 front of a horse's hoof, Hippiatr.123.IV proposal of a person's name for election, Pl. Lg. 765b, SIG976.10 (Samos, ii B.C.), CPR20.8 (iii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4, al., Ps.-Ptol.Centil.83.V as law-term, a form of public process by presentation of a case to the assembly, D.21.193: pl., ib.11, Lex ib.8, 10;τῶν συκοφαντῶν π. ἐποιησάμεθα Aeschin.2.145
, cf. X. HG1.7.35, Isoc.15.314, Arist.Ath.43.5, 59.2, Harp. s.v. καταχειροτονία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβολή
-
7 προλαμβάνω
A- λήψομαι Isoc.6.16
: [tense] aor. προὔλαβον:—[voice] Pass., v. infr.1.5:— take or receive before,τὴν πόλιν Lys.26.9
codd.;τὰ χωρία καὶ λιμένας D.2.9
; ἀργύριον π. receive money in advance, Id.50.14, 35;τὰ ἐφόδια Aeschin.1.172
;τρία τάλαντα παρά τινος Id.2.166
;ἅπαντα ἡμῶν τὰ χωρία D.3.16
, etc.; also (lyr.); μισθὸν τῆς ἀγγελίας for the message, Luc.Merc.Cond.37;γάλα μετὰ μέλιτος IG42(1).126.15
(Epid., ii A.D.);π. τὴν ἡλικίαν Aeschin.1.162
; π. τὴν αὔξησιν begin their growth before, Thphr.HP8.1.4:—[voice] Pass., to be contained in advance,ἐν τῷ ὄντι ἄρα ζωὴ προείληπται καὶ ὁ νοῦς Procl. Inst. 103
.2 take or seize beforehand, Aeschin. 3.142;τὴν ἀρχήν A.D.Synt.40.24
;ὅσα τῆς πόλεως π. D.18.26
; τοῦτο π., ὅπως σώσομεν provide that.., Id.3.2: c. part., προλαβὼν κατεγνωκότας ὑμᾶς having first procured your vote of condemnation, Id.24.77:—[voice] Pass.,σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου Corp.Herm.12.3
.b get or take as a start, προειλήφασι πολὺν χρόνον have had a long start, PCair.Zen.60.5 (iii B.C.);π. τῆς νυκτὸς ὁπόσον ἂν δυναίμην Luc.Gall.1
.5 assume in advance,τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα Dam.Pr. 253
; προειλήφθω.. δισχιλίων σταδίων τὸ βάθος [εἶναι] Plb.34.6.7.II to be beforehand with, anticipate,1 c. acc. pers., get the start of,τὰς κύνας X.Cyn.5.19
, v. infr. 3;π. τῷ λόγῳ τινάς D.Prooem. 29
; βραχὺν χρόνον π. ἡμᾶς, i.e. in dying, Plu.2.117e;π. τῇ ῥιζώσει τοὺς χειμῶνας Thphr. HP8.1.3
, cf. CP3.24.3: c. gen. pers., ; ἵνα μὴ -λημφθῶμεν (i.e. by death) Diog.Oen.2.2 c. acc. rei, π. γόους, μαντεύματα, E.Hel. 339 (lyr.), Ion 407;τὸν καιρόν Plb.9.14.12
, cf. Plu.Cam.34, etc.;τὸν ὄρθρον Luc.Am.15
; of mental anticipation,π. ὡς οὕτως ἔχον πρὶν γινόμενον οὕτως ἰδεῖν Arist. GA 765a28
;τὰ συμβησόμενα ταῖς ἐννοίαις Plb.3.112.7
, cf. 3.1.7;τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ Luc.Am.8
;π. ὅτι.. Plu.2.102e
, etc.3 c. gen. spatii, π. τῆς ὁδοῦ get a start on the way, Hdt.3.105;πολὺ τῆς ὁδοῦ π. Polyaen.7.29.2
(but just above, π. ὡς πλείστην ὁδὸν τοὺς διώξοντας); π. ῥᾳδίως τῆς φυγῆς Th.4.33
; π. τῆς διώξεως get a start of the pursuers, D.S.16.94: metaph., μύθου προλαβοῦσα speaking first, Philicus in Stud.Ital.9.44, cf. 46.b generally, π. τῶν κηρύκων anticipate them, Arist.Rh. 1408b24; τοῦ χρόνου π. precede in point of time, Id.Metaph. 1050b5.4 c. dat. modi, π. τῷ δρόμῳ get a start in running, X.Cyn.7.7;τῇ διανοίᾳ Arist.Fr. 660
;τῇ φυγῇ Plu.Alex.20
, Cic.47.5 c. inf.,προέλαβε μυρίσαι Ev.Marc. 14.8
.8 abs., προὔλαβε πολλῷ was far ahead, Th.7.80, cf. X.Cyn. 6.19, D.4.31, Plb.31.15.8; gain an advantage, D.37.15.b anticipate the event, prejudge,ἐπειδὰν ἅπαντ' ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε Id.4.14
;οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως..
by anticipation,X.
Cyr.1.2.3; come before the time, opp. ὑστερίζειν, Gal. 7.353; of corn-buyers, buy earlier, SIG976.49 (Samos, ii B.C.):— [voice] Med.,προλαμβάνου Men.701
:—[voice] Pass., τὸ προειλημμένον that which is prejudged, Hermog.Stat.1.c precede, go before, ὁ προλαβὼν βίος his previous life, Arg.2 D.22.3; what precedes,Procop.
Vand.2.16; ἡ προλαβοῦσα τράπεζα the preceding meal, Lib.Or.57.24; also τῶν προλαβόντων τἢν μνήμην the memory of the past, Procop. Gaz.Pan.p.495 B.IV Philos., form a preconception (cf. πρόληψις), prejudge,οἷα προειλήφαμεν Phld.D.3.13
, cf. Sign.22:—[voice] Med., Id.D.1.13:— [voice] Pass., Id.Oec.p.57 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλαμβάνω
-
8 προσάγω
προσάγω [ᾰ], [tense] aor. 2 προσήγᾰγον: for [tense] aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense), Th.4.115: once [full] ποσάγω (q.v.):—A bring to or upon,τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446
, cf. E. Med. 993 (lyr.);π. δῶρά τινι h.Ap. 272
;ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69
;θυσίας τινί Hdt.3.24
; ;τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg. 799b
;ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27
;ποταγόντω.. τὰ ἱερεῖα.. ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010
([place name] Chalcedon);π. πάντα ἱκανά
furnish, supply,X.
Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1;λίθους PCair.Zen.34.13
(iii B. C.).2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food,ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89
; cf.προσαγωγή 11.5
.3 bring to, move towards, apply,τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68
; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys. 893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph. 1386;π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39
;πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA 587a27
: esp. of medical applications,ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130
;προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125
: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol. 1337b41
;παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a
.4 of meats, etc., set before,βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4
, cf. Plu.2.126a, etc.6 in military sense, bring up for the attack, move on towards,π. πύλαις λόχον E.Ph. 1104
;τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64
;τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23
; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43
; v. infr. 11: so alsoπ. μηχανὰς πόλει Th.2.76
, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc.7 metaph.,π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68
, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., [voice] Pass.), etc.;τὰς ἀνάγκας Th.1.99
;συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98
; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med. 859 (lyr.); γράψας.. τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.);πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23
;π. ἡδονάς Pl.Lg. 798e
.8 bring to or before,τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12
, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce,πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61
;πρὸς τὴν βουλήν And.1.111
, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i. e. before the assembly) D.18.28, cf. 213;πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12
; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc.b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι.. introduce the statement.., Arist.Cael. 304a13;π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol. 1336a24
; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24
(iii B. C.); have been introduced,Arist.
Metaph. 1074b4.9 bring hither, lead on,τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph. 236
;ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27
:—[voice] Pass.,οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48
; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7.10 [voice] Pass., to be brought over, attached to the cause of, c. dat.,εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77
: abs.,προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63
; cf. B.1.11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 ([voice] Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; (iii A. D.).12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc.13 debit a person with an amount, charge it to him,συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28
, cf. 326.16 (iii B. C.).II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22;πρός τινας LXX 3 Ki.18.21
; esp. in a hostile sense, advance against, attack,π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9
, etc.;κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4
;δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a
;ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9
; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε ([dialect] Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of Time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.).3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 ( πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 ( ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree).B [voice] Med., bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side,σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172
;ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25
, cf. Th.1.99;τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr. 226
;ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43
; ;τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80
;θεραπείαις Id.3.22
; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5
;συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9
;τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82
; πάντων π. ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9.3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν.. ἡμᾶς.. προσήγετο put us upon considering, S.OT 131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε .. will induce her to suffer thee.., E. Ion 659.3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA 523b31, cf. 526a28, PA 685b10.4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4.5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάγω
-
9 χειμών
A winter,χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.549
; in winter,21.283
;ἐν χειμῶνι Pi.I.2.42
, A.Ag. 969, X.Mem.4.3.8;ἐν τῷ χ. Id.Cyr.8.8.17
;χειμῶνος ὥρᾳ And.1.137
; also in winter-time,X.
Mem.3.8.9, Pl.R. 415e; χ. μέσου in mid-winter, Ar.Fr.569.1;τοῦ χ.
in the course of the winter,Th.
7.31;τοῦ αὐτοῦ χ. Id.8.30
; διὰ χειμῶνος, διὰ τοῦ χ., Pl. Ti. 74c, X.HG3.2.9; during winter,S.
OT 1138 (v.l. χειμῶνι) ; τὸν χ. during the winter, Hdt.3.117, X.HG1.4.1;τὸν δεινὸν χ. Id.An. 7.6.9
;τὸν χ. ὅλον Ar.Fr. 345
;ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος X.Cyr.8.6.22
; ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος in consequence of the cold weather, Hdt.8.138, cf. Th.2.101: pl.,νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj. 671
; opp. καύματα, Pl.Lg. 829b;ἀμυντικὴ χειμώνων Id.Plt. 280e
.II wintry, stormy weather: generally, storm, ;οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χ. πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566
;ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο 14.522
; , cf. Alc.18, Sapph.Supp.11.6, etc.;Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).39
;θεὸς χειμῶν' ὦρσε A.Pers. 496
, cf. Ag. 649, 656, S.Aj. 1145, etc.;χ. ὀρνιθίας Ar.Ach. 876
;χ. κατερράγη Hdt.1.87
;ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος Id.7.188
, cf. Pl.Prt. 344d;ἐπιγενόμενος χ. Hdt.7.34
, Th.4.6; ; χ. νοτερός a storm of rain, Th.3.21;ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14
: pl., ὑπὸ τῶν χ. because of the winter-storms, Hdt.4.62; , cf. 919a.2 metaph., θεόσσυτος χ. storm of calamity sent by the gods, A.Pr. 643; χ. καὶ κακῶν τρικυμία ib. 1015, cf. Ch. 202 (pl.), 1066 (anap.); δορὸς.. ἐν χειμῶνι in the storm of battle, S.Ant. 670; θολερῷ.. χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Id.Aj. 207 (anap.); χ. γήρως βαρύς, of life's winter, AP10.100 (Antiphan.); of a person,χ. ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Alex.178.7
, cf. 46.4;χ. κατ' οἴκους.. κακὴ γυνή Men.Mon. 540
: rare in Prose, of battle, Onos. 32.10; of mental and moral trouble, Epicur.Ep.3p.62U., Polystr.p.19W.; χ. τοῦ κλύδωνος χαλεπώτερος, of pirates, Them.Or.23.286a: pl., χειμῶνας ἔχειν to have trouble (in cutting teeth), Hp.Dent.12. -
10 ἐξευδιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξευδιάζω
См. также в других словарях:
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο 1. η ψυχρότερη εποχή του έτους που έρχεται μετά το φθινόπωρο. 2. ψυχρός καιρός, βαρυχειμωνιά: Είχε πολύ χειμώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμῶνας — χειμών winter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμώνας, Νικόλαος — (Ευπατορία, Κριμαίας 1866 – Σκύρος 1929). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1890 94). Το 1902 τέλεσε τους γάμους του με τη Ρωσίδα πριγκίπισσα Όλγα Αλεξέγιεβνα Ντόμπροβ, που τον ακολούθησε στην Ελλάδα το 1920. Ο X.,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
χείμα — είματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. χειμώνας 2. χειμερινός καιρός, κρύο, παγωνιά 3. θύελλα, καταιγίδα 4. (η αιτ. ως επίρρ.) χεῑμα χρον. κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας] … Dictionary of Greek
χειμερίζω — Α 1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. χειμώνας)] … Dictionary of Greek
χειμωνιά — η, Ν 1. χειμώνας 2. κακοκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. ιά (πρβλ. καλοκαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
χειμωνιάζω — Ν [χειμώνας] 1. (για καιρό) χαλώ, χειροτερεύω 2. (ως τριτοπρόσ.) χειμωνιάζει αρχίζει ο χειμώνας 3. μτφ. κατσουφιάζω, αγριεύω … Dictionary of Greek