Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προβολ-ή

См. также в других словарях:

  • περιτόναιος — ον, Α αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν» Γαλ. β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος)] …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • συμβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.) αρχ. 1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες 2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.) β) «γλώττης …   Dictionary of Greek

  • συμβόλαιος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, ον + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος: πρόβολος)] …   Dictionary of Greek

  • συστολέας — ο, Ν 1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι 2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. έας (πρβλ. προβολ… …   Dictionary of Greek

  • υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»