-
1 πρόβολος
I jutting rock, foreland,ἐπὶ προβόλῳ Od.12.251
: metaph., boulder in the path, obstacle, προβόλοις προσπταίειν interpol.in D.8.61;λιμένας προβόλων ἐνέπλησας Id.25.84
(metaph.; also literally, of stones sunk in a harbour, Arr.An.2.21.7);τὸν λογισμὸν ὡς π. ἐμποδὼν τῇ γλώττῃ κείμενον Plu.2.510a
.2 πρόβολοι ξύλων projecting barriers of wood to break the force of a stream, Id.Caes.22.3 defence, bulwark, π. πολέμου, of a fortress, X.Cyr.5.3.11 and 23; of a person, shield, guardian,π. ἐμός, σωτὴρ δόμοις Ar.Nu. 1161
(lyr., paratrag.).II hunting-spear, Hdt.7.76; generally, missile, Ph.Bel.84.11 (pl.).------------------------------------πρόβολ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόβολος
-
2 προβόλαιος
προβόλ-αιος, ον,A held out before one, levelled, in rest,δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125
; προβόλαιος alone, = πρόβολος 11, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβόλαιος
-
3 προβολάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβολάριος
-
4 προβολεύς
A producer, originator, Procl.in Cra.p.2 P., Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβολεύς
-
5 προβολή
A putting forward, esp. of a weapon for defence, τὰ δόρατα εἰς προβολὴν καθιέναι to bring the spears to the rest, couch them, X.An.6.5.25 (nisi leg. προσβολήν); [τὰ δόρατα] ἀποτεῖναι ἐς π. Arr.An.1.6.2
;κοντοὺς ὀρθοὺς ὡς ἐς π. φέροντες Id.Tact.43.2
; ἵστανται ἐς π. ib.36.3; ἐν προβολᾷ θεμένα ξίφος bringing it to the guard, AP7.433 (Tymn.); ὁπλίτας ἑστῶτας ἐν π. standing with spear in rest, Plu.Caes.44, cf. Plb.2.65.11; ὑπελθεῖν τὴν π. τοῦ πολεμίου get under his guard, D.H.3.19; of a pugilist,δοχμὸς ἀπὸ π. κλινθείς Theoc.22.120
;παγκρατίου προβολὰν διδάξαι IG42(1).122.53
(Epid., iv B.C.), cf.7.2470.3 (Thebes, iv/iii B.C.); Carneades προβολὴν pugilis.. similem facitἐποχῇ Cic.Att.13.21.3
; ἀνέχοντες ἐν π. τὰς χεῖρας, of long-distance runners, Philostr.Gym.32; ἡ π. τῶν χειρῶν, of boxers, ib.34;αἱ π. τοῦ σώματος X.Cyn.10.22
; ἡ τῆς φάλαγγος π. the phalanx with its pikes couched, Plb.18.30.1;αἱ τῶν θυρεῶν π. Id.1.22.10
, cf. Arr.Tact.37.5; of the legs, putting foremost, Arist.IA 706a6.II projection, prominence,ἡ π. τοῦ χείλεος Hp.Art.8
, etc.; τῆς κεφαλῆς a prominence of the skull, Id.VC1;τῆς γλώσσης Aret.SA1.7
; π. ἀπὸ τοῦ χείλεος, of an elephant's trunk, Id.SD2.13, cf. Ael.NA5.41.2 jutting rock, foreland, or tongue of land, S.Ph. 1455 (anap., prob. for προβλής)ἐπὶ προβολῇσι θαλάσσης Q.S.9.378
, cf. D.P.1013, Plb.1.53.10; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ π., i.e. from the Delta of the Nile, AP9.350 (Leon.Alex.); also the spurof a hill, Plu.Crass.22.4 projecting bridge, Id.3.46.4.III thing held before one as a defence, screen, bulwark,π. μεγάλη τῆς χώρας X.Mem.3.5.27
; of the eyebrows, Id.Cyn.5.26;τοῦ ὄμματος Arist.GA 780b23
;ὅπως ᾖ π. τοῖς.. σπλάγχνοις [τὸ νῶτον] Id.PA 672a17
: c.gen. objecti, defence against..,δείματος π. καὶ βελέων S.Aj. 1212
(lyr.); (lyr.); ; τοῦ ἡλίου, τῶν ἀνέμων, τοῦ ψύχους, Thphr.CP2.7.4, 3.10.4, 5.13.3; πρὸς τοὺς χειμῶνας ib.3.7.2.2 protection,τὰ προβολῆς ἕνεκα εἰργασμένα Pl.Plt. 288b
; π. ἔχειν, of plants, Thphr.CP3.20.5;προβεβλημένοι τὴν γαμικὴν π. Dam.Isid. 160
.3 front of a horse's hoof, Hippiatr.123.IV proposal of a person's name for election, Pl. Lg. 765b, SIG976.10 (Samos, ii B.C.), CPR20.8 (iii A.D.), Cod.Just. 10.11.8.4, al., Ps.-Ptol.Centil.83.V as law-term, a form of public process by presentation of a case to the assembly, D.21.193: pl., ib.11, Lex ib.8, 10;τῶν συκοφαντῶν π. ἐποιησάμεθα Aeschin.2.145
, cf. X. HG1.7.35, Isoc.15.314, Arist.Ath.43.5, 59.2, Harp. s.v. καταχειροτονία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβολή
-
6 προβόλιμος
προβόλ-ιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβόλιμος
-
7 προβόλιον
II basket, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβόλιον
См. также в других словарях:
περιτόναιος — ον, Α αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν» Γαλ. β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος)] … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek
συμβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.) αρχ. 1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες 2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.) β) «γλώττης … Dictionary of Greek
συμβόλαιος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, ον + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος: πρόβολος)] … Dictionary of Greek
συστολέας — ο, Ν 1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι 2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. έας (πρβλ. προβολ… … Dictionary of Greek
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek